Γράφει ο Δρ
Ιωάννης Παρίσης
Οι μέχρι σήμερα μελέτες με αντικείμενο τις
εξόριστες κυβερνήσεις της περιόδου 1941-44, επικεντρώθηκαν στις πολιτικές
διαστάσεις του θέματος, στη σχέση των κυβερνήσεων αυτών με τα πολιτικά κόμματα
ή με τους Βρετανούς, στο ζήτημα της αναδυόμενης εμφύλιας διαμάχης, και στο
Πολιτειακό Ζήτημα. Κατά συνέπεια, ο Στρατός δεν μελετήθηκε ανάλογα σε ότι αφορά
στη δύναμη, τη συγκρότηση και την εκπαίδευσή του, την κοινωνική του σύσταση, τη
δομή του, τη συμμετοχή και την αποτελεσματικότητά του στις πολεμικές
επιχειρήσεις.
Το βιβλίο του Δημήτρη Κατσικώστα, διδάκτορα
Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ιδρυτικού μέλους και Γενικού Γραμματέα
στο ΔΣ της Ακαδημίας Στρατηγικών Αναλύσεων, πραγματεύεται τη συγκρότηση και τη
συμμετοχή του Στρατού Ξηράς στις επιχειρήσεις, καθώς και την παρακολούθηση του
αγώνα των στρατιωτικών φατριών και των πολιτικών ομάδων που..
αναπτύχθηκαν στο
πλαίσιό του στη Μέση Ανατολή την περίοδο 1941-44. Η στρατιωτική ιδιότητα του
συγγραφέα, που είναι Συνταγματάρχης ε.α., πέραν της ακαδημαϊκής του
επιστημονικής ιδιότητας, του παρέχει το συγκριτικό πλεονέκτημα να προσεγγίζει
με άνεση τα ζητήματα που αναφέρονται στην καθαρά στρατιωτική πλευρά της
ιστορικής ανάλυσης.
Όπως προλογίζει στο βιβλίο ο καθηγητής Ευάνθης
Χατζηβασιλείου, «είναι εντυπωσιακό ότι, παρατηρείται η ύπαρξη ιδιαίτερα μικρής
(σε έκταση) βιβλιογραφίας ακόμη και για τους θριάμβους των ελληνικών Ενόπλων
Δυνάμεων. Για τον Στρατό δε της εξορίας (1941-44), η μόνη διαθέσιμη μελέτη
είναι η παρούσα, εκπονημένη από τον Δρ Δημήτριο Κατσικώστα, η οποία ερμηνεύει
κριτικά το σύνολο των δραστηριοτήτων του εξόριστου Στρατού. Στη Μέση Ανατολή»,
συνεχίζει ο κ. Χατζηβασιλείου, «παραβιάστηκαν οι βασικοί κανόνες της
συγκρότησης ένοπλης δύναμης, με αποτέλεσμα τη σχετικά μικρή συμμετοχή του Στρατού
στις πολεμικές επιχειρήσεις, κάτι που δεν συνέβαλε όσο θα ήταν δυνατόν στην
αύξηση του κύρους της χώρας κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας σύρραξης» και
καταλήγει ότι «η μελέτη δεν αποδεικνύει την αποσαθρωτική επιρροή του Στρατού
στην πολιτική, την οποία, πάντως, ο συγγραφέας δεν αμφισβητεί όταν αυτή
γίνεται, αλλά το αντίθετο: την αποσαθρωτική επιρροή της πολιτικής στον Στρατό,
με αποτελέσματα επώδυνα για την ίδια τη χώρα.»
Αν και το πεδίο της μελέτης είναι πρωτίστως τα
χρόνια της «εξορίας» (1941-44), η έρευνα ξεκινά από την απόφαση του Ιωάννη
Μεταξά, τον Νοέμβριο του 1940, να
επιστρατευθούν οι υπόχρεοι θητείας Έλληνες κάτοικοι της Αιγύπτου για την
ενίσχυση του Βορειοηπειρωτικού Μετώπου και ολοκληρώνεται με τον επαναπατρισμό
και των τελευταίων εξόριστων φυγάδων την άνοιξη του 1946.
Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή
χωρίζεται, ως προς το αντικείμενο που εξετάζεται, σε δύο περιόδους. Κατά τη
διάρκεια της πρώτης, από τον Ιούνιο του 1941 έως τον Φεβρουάριο του 1943, η
στρατιωτική οργανωτική προσπάθεια υπερτερεί και ενίοτε συγκαλύπτει τη σοβούσα,
πλην διογκούμενη πολιτική αντιπαλότητα. Παρά τη σημαντική καθυστέρηση εισόδου
στις επιχειρήσεις, αυτή την εποχή σημειώθηκε η σημαντικότερη παρουσία ελληνικών
μονάδων στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων, και μάλιστα σε ένα κομβικό σημείο
για την εξέλιξη της παγκόσμιας σύγκρουσης: την τρίτη Μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Κατά τη δεύτερη περίοδο, από τον Μάρτιο του 1943
έως τον Απρίλιο του επόμενου έτους, αν εξαιρέσουμε την ιδιόμορφη Μονάδα του
Ιερού Λόχου, οι προτεραιότητες στο σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων αντιστράφηκαν. Η
είσοδος στην περίοδο των κινημάτων σηματοδότησε την έναρξη της απροκάλυπτης
ιδεολογικής κατηγοριοποίησης των στρατευμένων στη Μέση Ανατολή. Έως τότε, παρά
τις εμφανείς διαφορές μεταξύ των περισσότερο εθελοντικά παρά υποχρεωτικά
καταταγμένων Ελλήνων, το στράτευμα αποτελούσε ένα ενιαίο σώμα με ανελικτική
οργανωτική πορεία. Έκτοτε, η προϊούσα πολιτική αντιπαλότητα, παρ’ όλο που το
διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό επαρκούσε για τη συγκρότηση δύο μεραρχιών, όχι
μόνο απέκλεισε αυτήν τη δυνατότητα, αλλά προκάλεσε την πλήρη αποσύνθεση των
μονάδων και την ανασυγκρότηση τον Ιούνιο του 1944, σχεδόν από μηδενική βάση,
μόνο μίας «επιλεγμένης» ταξιαρχίας.
Τα κινήματα στη Μέση Ανατολή διέλυσαν μεγάλο μέρος
των ελληνικών δυνάμεων οι οποίες επρόκειτο να πολεμήσουν στην Ιταλία και να
εισέλθουν μαζί με τα συμμαχικά στρατεύματα στη Ρώμη, που τελικώς περιορίσθηκαν
στην Ταξιαρχία η οποία πολέμησε στο Ρίμινι. Όπως αναφέρει ο Παν. Πιπινέλης, «η
Ελλάς ενεφανίζετο εν αποσυνθέσει, όταν εζητείτο και πάλιν η πολεμική της
συνδρομή και δι όσους ηννόουν τον αντίκτυπον αυτής της ηθικής καταρεεύσεως εν
μέσω των συμμάχων και είχον συνείδησιν των κινδύνων εις ους όλα τα μικρά κράτη
εξετίθεντο κατά την τελικήν φάσιν του πολέμου, ησθάνοντο να αιμάσση η καρδία
των από πόνον και να πνίγεται η φωνή των από αγανάκτησιν εναντίον εκείνων, οι
οποίοι συνειδητώς ή αθελήτως είχον συνεργασθή δι’ αυτήν την συμφοράν»
Η εργασία του Δημήτρη Κατσικώστα αποτελεί
περισσότερο μια μελέτη στρατιωτικής ιστορίας παρά μια διεξοδική προσπάθεια
ερμηνείας των πολιτικών διενέξεων στον αγώνα για την εξουσία την περίοδο της
εξορίας. Τα πολιτικά γεγονότα δεν συνοδεύονται από ενδελεχή ανάλυση, αλλά
χρησιμοποιούνται ως ερμηνευτικά εργαλεία κατανόησης των αιτιών που επηρέασαν
αυτή καθ’ εαυτήν την εξέλιξη της συγκρότησης και τη μαχητική ικανότητα των
στρατιωτικών δυνάμεων.
«Δεν πρόκειται, όμως, ούτε και για μελέτη κλασικής
πολεμικής ιστορίας», σημειώνει στον πρόλογό του ο συγγραφέας, «καθώς εντάσσεται
στη διαμορφωμένη τις τελευταίες δεκαετίες τάση της Στρατιωτικής Ιστορίας που
έχει προχωρήσει πέραν της καταγραφής και της αξιολόγησης της απόδοσης των
στρατιωτικών τμημάτων στο πεδίο της μάχης. Βασικές παραμέτρους για τη σύγχρονη
τάση της στρατιωτικής ιστορίας αποτελούν τα ζητήματα της οργάνωσης και της
συγκρότησης, το οικονομικό και τεχνολογικό υπόβαθρο, ο ρόλος των πολιτικών και
η επίδραση της ιδεολογίας των στελεχών, η σύσταση και η συνοχή του Σώματος των
αξιωματικών, ο λογιστικός τρόπος λειτουργίας του Στρατού, η ενάσκηση της
διοίκησης (πολιτικής και στρατιωτικής), ακόμη και ό,τι αφορά την καθημερινότητα
των στρατευμένων. Έτσι, η νέα ιστοριογραφική τάση, για να ερμηνεύσει το
αποτέλεσμα της στρατιωτικής προσπάθειας, διερευνά πρωτίστως τις πολιτικές,
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, αντιμετωπίζοντας την πολεμική δράση ως το
αποτέλεσμα αυτών των παραμέτρων.»
Στο πλαίσιο αυτό, με επίκεντρο της έρευνας τον
πυρήνα της στρατιωτικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή (την Ιη Ελληνική Ταξιαρχία)
και την καταγραφή της αρχικής συγκρότησης, των μετέπειτα αναδιοργανώσεων, της
πολεμικής παρουσίαςς του συνόλου των μονάδων που συγκροτήθηκαν, των
στρατιωτικών φατριών που εκμεταλλεύτηκαν τον Στρατό ως μέσο εκπλήρωσης των
στόχων τους και των κινημάτων, επιχειρείται η σύναψη της ιστορίας του εξόριστου
στρατεύματος με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της εποχής. Από την
άλλη, η χρησιμοποίηση του Στρατού από την εξόριστη πολιτειακή και πολιτική
ηγεσία για τη θεσμική τους ενίσχυση, η εκμετάλλευση της δύναμης η οποία απέρρεε
από τη θέση που κατείχαν οι στρατιωτικοί για τη διασφάλιση της επαγγελματικής
τους σταδιοδρομίας και ακολούθως την επιβολή των πολιτικών τους αντιλήψεων,
συνθέτει σε αδρές γραμμές το ευρύτερο πλαίσιο της έρευνας.
Η εργασία του Δημήτρη Κατσικώστα που την
χαρακτηρίζει, πέραν των άλλων, η πλούσια τεκμηρίωση, στηρίχθηκε σε αδημοσίευτα
αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού και σε αρχεία των
βρετανικών υπουργείων Εξωτερικών και Πολέμου, καθώς και στην περιορισμένη
διαθέσιμη βιβλιογραφία. Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά, οι συγγραφείς που
συμμετείχαν στα γεγονότα συνέδεσαν άμεσα τις προσωπικές τους πεποιθήσεις με τις
εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις της ταραγμένης μεταπολεμικής περιόδου. Οι
περισσότερες μαρτυρίες, άλλωστε, εκπονήθηκαν σε μικρή χρονική απόσταση από την
εποχή, έχουν απολογητικό χαρακτήρα και είτε στοχεύουν στον καθαγιασμό
προσωπικών επιλογών είτε στην απόδειξη της ορθότητας της πολιτικής άποψης των
συγγραφέων, χρησιμοποιώντας κατά κανόνα τις πηγές με τρόπο που να ενισχύουν τα
a priori δομημένα στερεότυπά τους.
***
Ο Δημήτριος Α.
Κατσικώστας είναι συνταγματάρχης ε.α. και διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (2011). Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού
τίτλου και πτυχίου από το ίδιο Πανεπιστήμιο. Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική
Σχολή Ευελπίδων το 1990. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας
υπηρέτησε ως αξιωματικός του Πυροβολικού σε μονάδες εκστρατείας και επιτελικές
υπηρεσίες.
Το επιστημονικό του έργο περιλαμβάνει συμμετοχή σε
ερευνητικά προγράμματα, ανακοινώσεις σε επιστημονικά συνέδρια, δημοσιεύσεις σε
συλλογικούς τόμους και αρθρογραφία στον περιοδικό Τύπο. Μετά την έκδοση του βιβλίου
με τίτλο «Ο Στρατός στη Εξορία. Μέση Ανατολή 1941-1944», ολοκληρώνει τη
συγγραφή της μονογραφίας «Λυδία Λίθος. Η ανασυγκρότηση του Στρατού από την
απελευθέρωση έως την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου», η οποία αποτελεί αντικείμενο
μεταδιδακτορικής έρευνας.
Είναι
ιδρυτικό μέλος και Γενικός Γραμματέας του ΔΣ της Ακαδημίας Στρατηγικών
Αναλύσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι απόψεις - τοποθετήσεις - σχόλια γίνονται με δική σας ευθύνη.