Φοβερή αφήγηση Ναυμαχίας της Λήμνου {5/1/1913} - Το θρυλικό ΑΒέρωφ - Οι Τούρκοι δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν ξανά από τα Στενά
Τα παραλειπόμενα: Σας διηγήθηκα ήδη πολλά για τη ναυμαχία. Αλλά μια ναυμαχία
δεν είναι μόνο ελιγμοί και κανονιές και τακτικές και αποστασιομετρήσεις. Ούτε
είναι μόνο ζημιές και απώλειες. Μια ναυμαχία, όπως κάθε μάχη, είναι γεμάτη κι
από μικρές ανθρώπινες ιστορίες, σαν αυτές που θα σας διηγηθώ τώρα. Ιστορίες που
κρύβουν ένα σωρό αισθήματα, μικρά, μεγάλα, μεγαλειώδη… Και σκέψεις και πράξεις
που δεν γράφονται σε καμία ιστορία. Αλλά δεν γίνεται να καταλάβει κανείς την
Ιστορία, να την νοιώσει πραγματικά, αν έχει την εντύπωση ότι μια ναυτική μάχη
έχει μόνο ήρωες και δειλούς, Ναύτες και Ναυάρχους, πλοία και κανόνια. Στην
πραγματικότητα, αν βγάλουμε τις απώλειες, έχει πολλές ομοιότητες με τις μάχες
που δίνουμε κάθε μέρα, στη ζωή μας, στη δουλειά μας, στην κοινωνία μας. Μόνο αν
μπορέσει κανείς να δει με τέτοια ματιά μια μάχη, θα μπορέσει να την καταλάβει
πραγματικά. Έλεγε κάποιος ότι «πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα
μέσα». Ε, κι ...
εγώ σας λέω ότι «μια μάχη με όπλα είναι σαν τις μάχες της ζωής
μας, αλλά με άλλα μέσα» ... Σαν τις μεγάλες αλλά και σαν τις πολύ μικρές μάχες
της ζωής μας …
Και θα ξεκινήσω από τα πιο απλά. Από το ότι σαν
τελείωσε η ναυμαχία και οι κανονιές και οι καταδιώξεις, σαν μειώθηκε η αδρεναλίνη
που γέμιζε τις φλέβες μας, τότε το μυαλό ξέχασε αυτομάτως τακτικές και
κινδύνους και κούραση σωματική και το μόνο που απέμεινε ήταν ένα άδειο στομάχι… Μετά από έξι ώρες κλείσιμο σε πύργους πυροβόλων, λεβητοστάσια και θωρακισμένα
υποφράγματα, ξεχυθήκαμε όλοι στα καταστρώματα και τα διαμερίσματα του πλοίου.
Και σαν αραίωσε η μυρωδιά του κορδίτη και των πυρωμένων μετάλλων, περιμέναμε να
μυρίσουμε φαΐ… Η μάχη μας άνοιξε θαρρείς την όρεξη, και ούτε που πήγε το μυαλό
μας ότι στη διάρκεια της μάχης δεν δούλευαν κουζίνες και μάγειροι. Γιατί δεν
μύριζε φαγητό; Μας έπιασε ανησυχία! «Μωρέ μήπως έπαθε τίποτα η αποθήκη;» Μια χαρά ήταν η
αποθήκη, ανέγγιχτη, δόξα τω Θεώ … Κι όχι μόνο αυτό, ο Αποθηκάριος, ο κ.
Κοναρίνος, με διαταγή του Ναυάρχου, είχε αφήσει για πρώτη φορά τις πόρτες
ανοιχτές και αφύλακτες! «Παιδιά, μπείτε μέσα ελεύθερα, σήμερα είναι όλα δικά σας! Πάρτε και φάτε ό,τι
βρείτε!» Τι ήταν να πει τέτοιο πράγμα … Ψωμιά, γαλέτες, ελιές, κρεμμύδια, ότι βρίσκαμε
μπροστά μας λεηλατήθηκε!
Και ήταν λεηλασία
μετά μουσικής. Γιατί μπορεί ως τότε ο Ναύαρχος να αγαπούσε πιο πολύ τη μουσική
των κανονιών και όχι τις τρομπέτες, αλλά σαν ήρθε σε μας η όρεξη για φαγητό,
αυτουνού του ήρθε η όρεξη για μουσική! Και καθώς γύρω μας στριφογύριζαν
πανηγυρίζοντας όλα τα πλοία του Στόλου, μικρά και μεγάλα, αυτός είχε ξαφνική
έμπνευση και έδωσε την εντολή: «Πείτε σε κείνους τους μουσικούς … τι κάθονται; Γρήγορα στο κατάστρωμα με τα
όργανά τους! Να αρχίσουν να παίζουν μέχρι να σκάσουν τα πνευμόνια τους!» Τρέξανε οι μουσικοί
στο θάλαμο των οργάνων και τι να δουν… Θραύσματα οβίδας είχαν χτυπήσει τα
περισσότερα. Αλλά πώς να πουν στον Ναύαρχο για την αβαρία … Ότι ζημιές είχαμε
πάθει στο πλοίο, όλες είχαν αρχίσει να επισκευάζονται ήδη. Αρκετές σκοτούρες
είχε ο Ναύαρχος στο κεφάλι του. Αν του λέγανε πως δεν δούλευαν τα τρομπόνια και
τα τούμπανα, μπορεί να άρχιζε τα … Αρβανίτικα … Έχυσε πολύ ιδρώτα ο κ. Μιχάλης
Σπινέλλης, ο Κεφαλλονίτης Αρχιμουσικός του πλοίου μας, αλλά σε χρόνο μηδέν
επισκευάστηκαν όλα πρόχειρα και σε λίγη ώρα παίζανε εμβατήρια! Και το πάθος των
πνευστών ήταν τόσο, που λες και εκτελούσαν κατά γράμμα την εντολή του Ναυάρχου
για σκάσιμο των πνευμονιών τους …
Στη διάρκεια της
μάχης, ενώ όλοι ήταν στα θωρακισμένα διαμερίσματα του πλοίου, ο Ύπαρχος κ.
Βούλγαρης, είχε μείνει στο κατάστρωμα και «βολτάριζε», μαζί με τον ακόλουθό
του, το Ναύτη Γ. Σελίμη από την Σκύρο, ενώ γύρω σφύριζαν τα εχθρικά βλήματα. «Κύριε Ύπαρχε, δεν έρχεστε μέσα να προφυλαχθείτε;» του φώναξε ο Υποπλοίαρχος κ.
Παπαλεξόπουλος. «Δεν με πιάνουν εμένα
οι σφαίρες, γιατί είμαι καλός άνθρωπος …» απάντησε εκείνος γελώντας, και
συνέχισε τις βόλτες του.
Σαν τελείωσε η μάχη,
στείλαμε σήμα στο Υπουργείο Ναυτικών ότι «η νίκη ήτο τελεία». Έτσι, Λακωνικά.
Μα αυτοί θέλανε λεπτομέρειες και ζητούσαν να μάθουν περισσότερα. Ο Ναύαρχος δεν
καταλάβαινε από τέτοια. Είπε στον τηλεγραφητή να στείλει άλλο μήνυμα: «Αφού σας είπαμε
“τελεία”, τι περισσότερες πληροφορίες θέλετε;» Και είχε απόλυτο
δίκιο. Αφού εμείς δεν είχαμε σχεδόν καθόλου ζημιές ή απώλειες, και αφού οι
Τούρκοι πάθανε τόσες που δεν ξαναφάνηκαν ποτέ, αυτό δεν είναι η «τελεία νίκη»;
Τι άλλο είναι; Δεν είναι τέλεια η νίκη όταν πετυχαίνεις τον σκοπό σου και
μάλιστα χωρίς απώλειες; Μήπως δεν ήξεραν στο Υπουργείο ποιος ήταν ο σκοπός του
«Αβέρωφ»; Η θαλάσσια κυριαρχία, αυτός δεν ήταν ο σκοπός;
Και ένα παραλειπόμενο
από την πρώτη ναυμαχία. Σε εκείνη σκοτώθηκε, όπως είπαμε ήδη, ο Οιακιστής
Κελευστής Νικόλαος Κουτσιντζάρης από την Πάρο. Δύο οβίδες, που μάλλον ήρθαν από
την ακτή, είχαν χτυπήσει το επίστεγο του πλοίου, σκοτώνοντας αυτόν και
τραυματίζοντας τους Ναύτες Στούμπο και Δρούδε. Πριν τη ναυμαχία, είχε πει στους
άλλους Οιακιστές ότι στον κωμό του είχε φυλαγμένες 100 δραχμές. «Αν σκοτωθώ, να
πάρετε τις 100 δραχμές, να κρατήσετε τα 50 για να πιείτε για την ψυχή μου, και
τις άλλες 50 να τις στείλετε στην οικογένειά μου». Σαν τελείωσε η μάχη,
οι Οιακιστές πήγαν να βρουν τις 100 δραχμές, με σκοπό να τις στείλουν όλες στην
οικογένειά του. Αλλά μία οβίδα που είχε χτυπήσει το κατάστρωμα της πλώρης, είχε
καταστρέψει τα πάντα και δεν βρισκόταν τίποτα. Οι Οιακιστές, συγκινημένοι,
έκαναν έρανο και στείλανε αυτοί τις εκατό δραχμές, και μετά την κηδεία, που
έγινε την άλλη μέρα στο Μούδρο, ήπιανε και στην ψυχή του μακαρίτη άλλες πενήντα
…
Σχόλια του τύπου και μαρτυρίες για τη Ναυμαχία της Λήμνου
Από το Αγγλικό
Πρακτορείο ειδήσεων «Central News» διανεμήθηκε η παρακάτω περιγραφή της
ναυμαχίας, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΕΣΠΕΡΙΝΗ» του Π. Γιάνναρου, την
Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 1913. «Καθ’ όλην την νύχτα
της Παρασκευής προς το Σάββατον, Τουρκικόν καταδρομικόν συνοδευόμενον και παρ’
αντιτορπιλλικού, έκαμε αναγνωρίσεις περί την είσοδον των Δαρδανελίων αναζητούν
τον Ελληνικόν στόλον, ο οποίος όμως ευρίσκετο εν αναμονή κεκρυμμένος εις
Λήμνον. Τα δύο Ελληνικά ανιχνευτικά, τα οποία εφρούρουν παρά την είσοδον με φανούς
εσβεσμένους ώστε να μη τα διακρίνει το Τουρκικόν καταδρομικόν, ανεκοίνωσαν διά
του ασυρμάτου τα συμβαίνοντα εις την Ελληνικήν ναυαρχίδα. Όταν το Τουρκικόν
καταδρομικόν πεισθέν τελείως εκ της αναγνωρίσεως την οποίαν ενήργησεν, ότι ο
Ελληνικός στόλος δεν υπήρχεν ουδαμού, αποπλεύσας προφανώς εις καταδίωξιν του
τολμηρού "Χαμηδιέ” το οποίον τρεις ημέρας πρότερον είχε βομβαρδίσει την
Σύρον, ανήγγειλεν εις τον εντός των στενών Τουρκικόν στόλον, ότι ο Ελληνικός
δεν διεκρίνετο πουθενά και ως εκ τούτου την επομένην πρωίαν όλη η Τουρκική
αρμάδα έκαμε την εμφάνισίν της προ των Δαρδανελλίων.
Ολίγον κατόπιν η
αρμάδα συνισταμένη εκ των θωρηκτών "Τουργούτ Ρέις”, "Βαρβαρόσσας”,
"Μεσσουδιέ”, "Ασσάρι-Τεφήκ” και του καταδρομικού "Μετζητιέ” μαζί
με 13 άλλα αντιτορπιλλικά και τορπιλλοβόλα, αφήκε δια πρώτην φοράν την σκέπην
των φρουρίων και έπλευσε βορειοδυτικώς προς την Ίμβρον, είτα δ’ έστρεψε πρώραν
προς νότον προς την Λήμνον. Ηγουμένων των θωρηκτών "Τουργούτ-Ρέις” και
"Βαρβαρόσσας”, των λοιπών αποτελεσάντων την δευτέραν γραμμήν, ο Τουρκικός
στόλος έφθασε εις σημείον τι νοτιοδυτικώς της Τενέδου, όταν ο Ελληνικός στόλος
αφήκε το αγκυροβόλιόν του πλέων προς συνάντησιν του εχθρού.
Ο Έλλην ναύαρχος κ.
Κουντουριώτης διά σήματος από της ναυαρχίδος του ανεκοίνωσεν εις τα επιτελεία
και τα πληρώματα ότι "το παν εξαρτάται εκ του αποτελέσματος της σημερινής
ημέρας δια την αγαπημένην πατρίδα. Φανήτε λέοντες”. Τα τέσσερα Ελληνικά θωρηκτά
"ΑΒΕΡΩΦ”, "ΥΔΡΑ”, "ΣΠΕΤΣΑΙ” και "ΨΑΡΑ” απετέλεσαν την
πρωτοπορείαν με οκτώ ανιχνευτικά και αντιτορπιλικά τον "ΛΕΟΝΤΑ”, τον
"ΠΑΝΘΗΡΑ”, τον "ΙΕΡΑΚΑ”, τον "ΑΕΤΟΝ”, την "ΣΦΕΝΔΟΝΗΝ”, την
"ΝΑΥΚΡΑΤΟΥΣΑΝ”, την "ΑΣΠΙΔΑ” και την "ΝΙΚΗΝ” ερχόμενα κατόπιν.
Με πυκνόν μαύρον
καπνόν προερχόμενον από τας καπνοδόχους των, ο οποίος ημαύρωσε τον κρυστάλλινον
ουρανόν, εκεί όπου η βαθυκύανος θάλασσα του Αιγαίου στίζεται υπό των νήσων της
Λήμνου και της Τενέδου, οι στόλοι του Σταυρού και της Ημισελήνου ώρμων κατ’
αλλήλων διεκδικούντες ο εις από τον άλλον την νίκην.
Τα δύο Ελληνικά
αντιτορπιλλικά "Λέων” και "Ασπίς”, τα οποία είχον διαταγήν να
ευρίσκονται εις επαφήν μετά του εχθρού, αλλ’ εκτός βολής πάντοτε, εθεάθησαν
διευθυνόμενα προς την Ελληνικήν ναυαρχίδα καταδιωκόμενα υπό του καταδρομικού
"Μετζητιέ”. Αλλά και τούτο όταν έφθασεν εντός βολής από του Ελληνικού
στόλου, εσταμάτησε και ανέμενε τα Τουρκικά θωρηκτά συνοδευόμενα υπό των δύο
καταδρομικών και επτά αντιτορπιλικών, ενεφανίσθησαν και έλαβαν θέσεις πλέοντα
παραλλήλως προς τας του Ελληνικού στόλου.
Την πρώτην βολήν
έρριψαν οι Τούρκοι ακριβώς την 11 και 30′, εξ αποστάσεως εννέα χιλιομέτρων και
δύο λεπτά κατόπιν απήντησεν η Ελληνική ναυαρχίς. Η μάχη ήρχισεν από της πρώτης
στιγμής με πείσμα ασύνηθες, και βρονταί των βαρέων πυροβόλων καθίσταντο από
στιγμής εις στιγμήν ισχυρότεραι, όσον το πυρ επυκνούτο επί πλέον καθιστάμενον μάλλον
καταστρεπτικόν ως εκ της πλησιεστέρας αποστάσεως. Ο Έλλην ναύαρχος είχε δώσει
εκ των προτέρων διαταγάς εις τα τρία άλλα θωρηκτά να φυλάσσουν τας βολάς των,
μέχρις ότου φθάσουν εις απόστασιν εκ της οποίας θα έφερον αποτελέσματα.
Πολλαί οβίδες έπεσαν
επί της Τουρκικής ναυαρχίδος και του "Βαρβαρόσσα”, αμφότερα δε τα σκάφη
επί ώραν ήσαν κεκαλυμμένα υπό καπνού προερχομένου από τας εκρήξεις και την
πυρκαϊάν.
Το ταχύ και ευθύ πυρ
των Ελλήνων πυροβολητών απεδείχθη καταστρεπτικώτατον διά τους Τούρκους, εις
τρόπον ώστε την 12 και 38′ ο εχθρός έκαμε προς δεξιά διευθυνόμενος εν πάση
ταχύτητι αλλά και εν μεγίστη αταξία προς τα στενά, καταδιωκόμενος δε υπό των
νικητών Ελλήνων. Ο Τουρκικός στόλος οριστικώς και τελεσιδίκως ενικήθη και
υπεχώρει εν αναπήρω καταστάσει εκάστου πλοίου χρησιμοποιούντος παν δυνατόν
μέσον όπως διαφύγη και φθάση υπό την σκέπην των φρουρίων μόνον δε που και που
έβαλον με τα τηλεβόλα της φυγής.
Η Ελληνική ναυαρχίς
ηγείτο της καταδιώξεως, αναπτύσσουσα όλην αυτής την ταχύτητα και βάλλουσα
διαρκώς, με καταστρεπτικά δε αποτελέσματα, κατά των υποχωρούντων Τουρκικών
πλοίων, τα οποία, τώρα πλέον έτρεχαν απηλπισμένα ποίον να πρωτοφθάση τα στενά.
Μετά καταδίωξιν δίωρον τα Τουρκικά πλοία κακώς έχοντα έφθασαν εις Δαρδανέλια
διαφυγόντα την πλήρη καταστροφήν χάρις μόνον εις την προστασίαν των φρουρίων
της ξηράς.
Η σπουδαιότης των
ζημιών ας υπέστη ο εχθρός, αποδεικνύεται εκ της αξιοθρηνήτου αδυναμίας του να
επιχειρήση σύγχρονον, έστω και υποχωρητικήν επίθεσιν κατά της Ελληνικής
ναυαρχίδος, η οποία ένεκα της διαφοράς της ταχύτητός της από τ’ άλλα Ελληνικά
θωρηκτά, κατεδίωκε κυριολεκτικώς μόνη επί μίαν και ημίσειαν ώραν, ολόκληρον τον
Τουρκικόν στόλον, μέχρις ότου έφθασεν εις ακτίνα βολής από των φρουρίων.»
Ο Άγγλος ανταποκριτής
τονίζει τις μεγάλες υλικές ζημιές, του Τουρκικού στόλου και γράφει ότι « …
αυτές μπορούν να συγκριθούν μόνον προς την ζημίαν του ηθικού η οποία
κατεμαρτυρήθη εκ της ατάκτου υποχωρησεώς των η οποία μικρόν και κατ’ ολίγον
εξελίχθη εις πανικόν, καθ’ ον ο καθείς προσεπάθει να σώση τον εαυτόν του.»
Χαρακτηριστική είναι
και η επιστολή που έστειλε 20 χρόνια μετά, στις 3-12-1993, ο Βενιζέλος προς τον
Κουντουριώτη:
«Φίλτατε Ναύαρχε
Είκοσι ένα χρόνια
κλείουν σήμερα από την ημέρα, που με την ναυμαχία της Έλλης εξησφάλισες την
κατά θάλασσαν υπεροπλίαν της Ελλάδος και των συμμάχων της και έτσι εξησφάλισες
την τελικήν νίκην των. Όλοι οι Έλληνες σου είμεθα ευγνώμονες διά την νίκην σου
αυτήν. Περισσότερον από όλους εκείνος, που γνωρίζει, ότι χωρίς την αδάμαστον
αποφασιστικότητά σου και την πίστιν σου εις την κατά θάλασσαν νίκην μας, δεν θα
απεφασίζαμεν να λάβωμεν μέρος εις τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον, με αποτέλεσμα
ότι, αν μεν νικούσαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, τα όριά μας θα έμεναν
οριστικώς εις την Μελούνα ή το πολύ θα έφθαναν στον Αλιάκμονα, αν δε νικούσαν
οι Τούρκοι, η ζωή των ομογενών της Αυτοκρατορίας θα απέβαινεν ανυπόφορος.
Με εξαίρετον τιμήν και αγάπην Ελευθ. Κ. Βενιζέλος»
Από το βιβλίο «Ο κατά
θάλασσαν πόλεμος 1912-1913» του Ναυάρχου Κ. Αλεξανδρή που ήταν Δόκιμος στο
Αντιτορπιλικό «Λέων», μαθαίνουμε για τις δύσκολες συνθήκες των περιπολιών έξω
από τα Στενά.
«Ιδιαίτερα σκληρές
ήταν οι συνθήκες ζωής στα Αντιτορπιλικά τον χειμώνα του 1912 – 13. Στα πλοία
αυτά είχε ανατεθεί το λίαν δυσχερές έργο της επιτήρησης του στενού των
Δαρδανελλίων, μόνης διεξόδου του Τουρκικού Στόλου από το ορμητήριό του στον
Ναγαρά. Η επιτήρηση γινόταν με εναλλασσόμενες περιπολίες ομάδων από ένα μεγάλο
και δύο μικρά Αντιτορπιλικά. Αλλά και αυτά που δεν περιπολούσαν στα Στενά
φρουρούσαν τις νύχτες τον όρμο του Μούδρου.
Η περιοχή των
περιπολιών, δηλαδή οι προσβάσεις των Στενών, φημιζόταν πάντα για τους σκληρούς
βόρειους ανέμους του χειμώνα, τις περίφημες “κατεβασιές”, καθώς και για τα
απότομα κύματα, που κάλυπταν τις πλώρες των Αντιτορπιλικών. Το ψύχος ήταν
συνήθως δριμύτατο, και ο μόνος τρόπος εύρεσης του στίγματος στις σκοτεινές και
μακρές χειμερινές νύχτες, ήταν η δέσμη του μεγάλου προβολέα που φρουρούσε την
είσοδο των Στενών. Κάθε περιπολία διαρκούσε συνήθως 48 ώρες, κατά τις οποίες το
πλοίο έπρεπε να τηρείται σε κατάσταση “προκεχωρημένης ετοιμότητας” προς μάχη.
Και επειδή την εποχήν εκείνη δεν υπήρχε radar, τα μάτια με τα κυάλια
αποτελούσαν τη μόνη εγγύηση κατά μίας ενδεχόμενης διαφυγής εχθρικού πλοίου μέσα
στο σκοτάδι. Δεν θυμάμαι ούτε μία περιπολία που να έγινε με ήρεμη θάλασσα, ή
έστω και απλά υποφερτή. Ο κανόνας ήταν: θάλασσα τρικυμιώδης, ουρανός γεμάτος
απειλητικά νέφη, και όχι σπάνια αχλύς ή ομίχλη …
Αλλά και όταν μετά
την περιπολία επεστρέφαμε κατάκοποι στο ορμητήριο, μήπως μπορούσε να αναπαυθεί
κανείς; Ακολουθούσε αμέσως το μαρτύριο της ανθράκευσης, για να γεμίσουν ξανά οι
ανθρακαποθήκες. Για την ανακούφιση των αντιτορπιλικών χρησιμοποιούσαμε από τις
αρχές Νοεμβρίου ως προχωρημένο ορμητήριο την Τένεδο. Εκεί άραζε και το
καινούργιο μας τότε υποβρύχιο, ο “Δελφίν”. Αργότερα πάντως αποδείχθηκε
ακατάλληλη για το σκοπό αυτό η Τένεδος, καθώς ήταν πολύ κοντά στα Στενά και δεν
είχε ασφαλές λιμάνι.»
Για την ναυμαχία της
Λήμνου, όπως την έζησε από τον «Λέοντα», ο Αλεξανδρής μας πληροφορεί ότι:
«Καθώς είχε συμβεί σε
όλες τις προηγούμενες εξόδους του Τουρκικού Στόλου, συνέπεσε και πάλι να
βρίσκεται σε περιπολία ο “Λέων”. Μόλις είδαμε τον εχθρικό Στόλο να εκπλέει από
τα Στενά, αρχίσαμε παρακολούθηση, ενώ ο Ασυρματιστής μας μετέδιδε στον Αρχηγό
τις κινήσεις του εχθρού.
Το Καταδρομικόν
“Μετζητιέ” επιχείρησε ανεπιτυχώς να μας εμποδίσει, αλλά εμείς συνεχίσαμε, μέχρι
που φάνηκε τελικά ο “Αβέρωφ” με τα τρία θωρηκτά. Η καθυστέρηση του έκπλου τους,
πιθανότατα ενίσχυσε την πλάνη των εχθρών, που νόμιζαν ότι απουσίαζε από την
περιοχή η Ναυαρχίδα μας. Με συγκλίνουσες πορείες προς Νότο, οι δύο αντίπαλοι
Στόλοι έφθασαν σε απόσταση δραστικής βολής (8.400 μ.) και άρχισαν το πυρ περί
ώραν 11.30. Η μονομαχία πυροβολικού συνεχίσθηκε για μισή περίπου ώρα, μέχρι που
η απόσταση κατέβηκε στα 6.400 μ., οπότε το “Μεσουδιέ”, έχοντας βληθεί, έστρεψε
για να απομακρυνθεί, και κατά τις 12.05 το ακολούθησαν το “Βαρβαρόσα” και το
“Τουργούτ”, στρέφοντας και αυτά προς Βορρά. Ο “Αβέρωφ” δεν έστρεψε αμέσως, λόγω
εμφανίσεως υπόπτων πλοίων στα ανατολικά. Όταν όμως ο Ναύαρχος βεβαιώθηκε ότι
δεν ήταν εχθρικά, έστρεψε ακολουθούμενος από μεγάλη απόσταση από τα παλαιά
θωρηκτά και ξεκίνησε την καταδίωξη, που βάστηξε δύο και πλέον ώρες. Τα παλαιά
μας θωρηκτά, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του προσωπικού των μηχανών του,
δεν μπορούσαν να τον φτάσουν. Στο ημερολόγιό μου είχα σημειώσει τη στιγμή της
υποχώρησης του εχθρού:
«Ώρα 12.25, το ένα
από τα δύο Γερμανικά (δηλαδή τα Γερμανικής ναυπήγησης θωρηκτά “Βαρβαρόσα” και
“Τουργούτ”) φαίνεται ότι είχε σοβαρές βλάβες. Το Ναυαρχικό σήμα δεν υπάρχει
πλέον…»
Η ναυμαχία έληξε περί
ώραν 14.30, όταν ο υποχωρών εχθρικός Στόλος έφτασε στην κάλυψη των πυροβολείων
των Δαρδανελλίων. Η νίκη ήταν πλήρης, καίτοι δεν βυθίστηκε κανένα εχθρικό
πλοίο, αφού τέθηκαν όλα εκτός μάχης. Η σωτηρία τους οφείλεται στο γεγονός ότι
από την απόσταση από την οποία διεξήχθη η ναυμαχία, τα βλήματα των πυροβόλων
του “Αβέρωφ” δεν μπορούσαν να διατρήσουν τους παχύτατους θώρακες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι απόψεις - τοποθετήσεις - σχόλια γίνονται με δική σας ευθύνη.