Του Δημήτρη Βάλλα / www.eleftheria.gr
…Αν θες ειρηνικά να πορευτείς μαζί μας, των Μουσουλμάνων βασιλιά, χαρά μεγάλη σε μένα, στους αρχόντους, στο λαό μου. Κι άκου: τα κάστρα και τη γης που μ' άρπαξες, το πλήθιο το ψυχομέτρι που μου...
σκλάβωσες, τα σβήνουμε απ' την παλιά κληρονομιά μας, χάρισμά σου. Κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερώνω κι όλες σου τις ανομιές και τις ντροπές θα τις ξεχάσω, να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ' την Πόλη. Και μη γυρεύεις ό,τι μια ψυχή γενναία και περήφανη ποτέ δε θα δεχτεί να δώσει. Πιο πάνω απ΄ τη ζωή η τιμή θρονιάει του ανθρώπου κι ομόγνωμα όλοι μας και λεύτερα κρατώντας στα χέρια το σταυρό και τ΄ άρματα, απαντούμε: Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε, απροσκύνητα για λευτεριά στο χώμα ετούτο πολεμώντας. Καλός για τ΄ ακριβό χατήρι της κι ο Χάρος…
σκλάβωσες, τα σβήνουμε απ' την παλιά κληρονομιά μας, χάρισμά σου. Κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερώνω κι όλες σου τις ανομιές και τις ντροπές θα τις ξεχάσω, να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ' την Πόλη. Και μη γυρεύεις ό,τι μια ψυχή γενναία και περήφανη ποτέ δε θα δεχτεί να δώσει. Πιο πάνω απ΄ τη ζωή η τιμή θρονιάει του ανθρώπου κι ομόγνωμα όλοι μας και λεύτερα κρατώντας στα χέρια το σταυρό και τ΄ άρματα, απαντούμε: Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε, απροσκύνητα για λευτεριά στο χώμα ετούτο πολεμώντας. Καλός για τ΄ ακριβό χατήρι της κι ο Χάρος…
Είναι η πένα του Νίκου Καζαντζάκη, που δεν κρατιέται και η απάντηση του τελευταίου των Ελλήνων Αυτοκράτορα του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ του Παλαιολόγου στον Μωάμεθ τον Β΄ τον Πορθητή, ήταν αυτή που έγινε θρηνητικό ποίημα: «Έχε τά αφ'ημών αρπαγέντα αδίκως φρούρια καί γήν, ως δίκαια, όρισε τόν πληρωτέον σοι ετήσιον φόρον ανάλογον πρός τούς πόρους ημών καί άπελθε εν ειρήνη. Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ'άλλου των κατοικούντων ενταύθα, κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μή φειδόμενοι της ζωής ημών."
Εκείνη την αποφράδα Τρίτη 29 Μαΐου του 1453 στην πύλη του Ρωμανού ο αυτοκράτορας περικυκλωμένος και σχεδόν μόνος του καταβαίνει από το άλογο του γυμνώνει το σπαθί και φωνάζοντας στους τελευταίους πιστούς να τον ακολουθήσουν ορμά στους αλλοφύλους και με το αίμα του γράφει το τέλος: «Κραυγάσας εις τους πιστούς ν΄ακολουθήσωσιν αυτόν, αφίππευσε και απεδύθη την αυτοκρατορικήν στολήν, διατηρήσας μόνον τα ερυθρά πέδιλα , τα καμπάγια, φέροντα χρυσούς δικεφάλους αετούς. Έπειτα εγύμνωσε το ξίφος και καλυπτόμενος υπό της ασπίδος, ώρμησεν εις το κρατερώτατον σημειον της μάχης προσπαθών ακόμη μετά ρώμης λαμπροτάτης ν΄ αποκρούσει διά τελευταίαν φοράν τους απειροπληθείς επιδρομείς…»
Εάλω η πόλις, εκείνη την Τρίτη και μαζί της ο θρύλος θέλει τον Παλαιολόγο να χάνεται στους ουρανούς. Η πόλη όμως ακόμα δεν είχε εντελώς κατακτηθεί και θα μιλήσουμε σήμερα για τους τελευταίους υπερασπιστές της που δεν παραδόθηκαν και έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη με τα όπλα και τις σημαίες τους κερδίζοντας τον θαυμασμό του Μωάμεθ για την ανδρειoσύνη τους. Κάτι που επαναλήφθηκε πολύ αργότερα με τους τελευταίους μαχητές των Οχυρών της Γραμμής Μεταξά.
Ήταν λοιπόν οι Κρήτες τοξότες που ακόμα-λέει- περιπλανούνται στα πέλαγα: Ήταν οι καλύτεροι όλων των εποχών. Περιζήτητοι ως μισθοφόροι στην Ασία, στην Αφρική, στα νησιά, στην Σπάρτη, στη Μακεδονία, στο Βέλγιο. Tα τόξα εχρησιμοποιούντο από τους ναύτες για την αντιμετώπιση των πειρατών καθώς πριν γίνει η έφοδος για κατάληψή τους, εκτός από τα δόρατα οι Κρητικοί ναύτες χρησιμοποιούσαν κυρίως τα τόξα εναντίον των πληρωμάτων που βρισκόταν στο κατάστρωμα. Όμως κατά παράδοση οι Κρητικοί χρησιμοποιούσαν και το τόξο με μεγάλη επιδεξιότητα και στο κυνήγι.
Ο ιστορικός της ‘Άλωσης Φραντζής διηγείται: «Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους».
Περισσότερες πληροφορίες, μας δίνει ένα χειρόγραφο του 1460, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός. Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ' Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός. Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν 3 πύργους , από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.
Οι Κρήτες αυτοί αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των υπερασπιστών. Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή. Οι ηγέτες των Οθωμανών, που εκτίμησαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν. Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο …
Ο μύθος, όμως και ο θρύλος θέλει τα πλοία με τους γενναίους κρητικούς τοξότες να πλέουν ακόμα χαμένα ίσως μέσα από κάποια μηχανή του χρόνου στα πέλαγα, να συνεχίζουν τα ατέλειωτο ταξίδι τους και να περιμένουν πάλι τους Ρωμιούς να πάρουν την Πόλη για ν’ ανταμώσουν ξανά στους ματωμένους πύργους με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι απόψεις - τοποθετήσεις - σχόλια γίνονται με δική σας ευθύνη.