Ο Ηπειρωτικός Αγών φέρνει σήμερα στο προσκήνιο την ιστορία της σύλληψης και του τραγικού θανάτου 15 Ηπειρωτών αξιωματικών από τις ιταλικές αρχές κατοχής το 1943. Σκοπός των Ιταλών ήταν να τους μεταφέρουν, μαζί με άλλους 137 Έλληνες αξιωματικούς σε φυλακές της Ιταλίας και της Γερμανίας. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς όμως, στις 21 Ιανουαρίου του 1943, το πλοίο που τους μετέφερε χτυπήθηκε από...
αγγλικό υποβρύχιο. Το αποτέλεσμα ήταν να βυθιστεί και να βρουν τραγικό θάνατο οι 71 από τους συνολικά 152 κρατούμενους. Ανάμεσα στους νεκρούς και οι 15 από τους 18 Ηπειρώτες που είχαν συλληφθεί. Ο Η.Α. συνομιλεί σήμερα με τα παιδιά τριών Γιαννιωτών που χάθηκαν στο τραγικό εκείνο ναυάγιο και ανασυνθέτει μία ιστορία που σημάδεψε την πόλη και τις οικογένειες της στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
αγγλικό υποβρύχιο. Το αποτέλεσμα ήταν να βυθιστεί και να βρουν τραγικό θάνατο οι 71 από τους συνολικά 152 κρατούμενους. Ανάμεσα στους νεκρούς και οι 15 από τους 18 Ηπειρώτες που είχαν συλληφθεί. Ο Η.Α. συνομιλεί σήμερα με τα παιδιά τριών Γιαννιωτών που χάθηκαν στο τραγικό εκείνο ναυάγιο και ανασυνθέτει μία ιστορία που σημάδεψε την πόλη και τις οικογένειες της στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Το καλοκαίρι του 1942 η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ, τοποθέτησε ως Στρατιωτικό διοικητή Νοτίου Ελλάδος με έδρα την Αθήνα, τον στρατηγό Βίλχεμ Σπάιντελ (Wilhem Speidel), ο οποίος θα συνεργαζόταν με τον ανώτατο διοικητή της 11ης ιταλικής στρατιάς των ιταλικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα, στρατηγό ΚάρλοΤζελόζο ( Carlo Geloso).
Η Ήπειρος τελούσε υπό ιταλική κατοχή από την άνοιξη του 1941, αφότου είχε εγκατασταθεί το 26ο ιταλικό σώμα στρατού, με έδρα τα Ιωάννινα υπό τις διαταγές του στρατηγού Γκουίντοντελλα Μπόνα (Guidodella Bonna). Εκείνη τη χρονιά του 1942, άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτες εστίες αντίστασης κατά του κατακτητή: «Για την Αντίσταση, το 1942, ήταν η χρονιά της ανενόχλητης δημιουργίας της και των πρώτων επιτυχιών. Οι πρώτες αντιστασιακές ενέργειες στην Αθήνα άρχισαν την άνοιξη, και το καλοκαίρι του 1942 άρχισαν να δρουν οι πρώτοι αντάρτες στα βουνά».(Heinz Richter «1936 – 1946 δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα, α΄τόμος»).
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου την νύχτα της 25ης προς 26η Νοεμβρίου 1942 από κλιμάκιο της Βρετανικής στρατιωτικής αποστολής (Military Operations 4/ MO4), σε συνεργασία με αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας αντιστασιακής δυναμικής, που εκφράστηκε μαζικά τα επόμενα χρόνια ενάντια στον κατακτητή μέχρι και την απελευθέρωση το 1944.
Τον Δεκέμβριο του 1942, οι ιταλικές και γερμανικές αρχές κατοχής, πραγματοποιούν δεκάδες συλλήψεις Ελλήνων αξιωματικών, με απώτερο στόχο να οδηγηθούν ως όμηροι οι συλληφθέντες στρατιωτικοί, στην Ιταλία. Για τον σκοπό αυτό διατίθεται το Ιταλικό επιβατηγό πλοίο «Πόλη της Γένοβα» (Citta di Genova), που είναι ελλιμενισμένο στο λιμάνι της Πάτρας και το οποίο θα μεταφέρει τους ομήρους στην Ιταλία. Με τον τρόπο αυτό, οι γερμανικές και ιταλικές αρχές κατοχής, αποσκοπούν να αναχαιτίσουν τη μαζική έξοδο των αξιωματικών στο βουνό και στις αντιστασιακές οργανώσεις, τόσο του ΕΛΑΣ όσο και του ΕΔΕΣ. Στόχος των δυνάμεων κατοχής είναι επίσης να αποτρέψουν και μια πιθανή απόδραση των Ελλήνων από την κατεχόμενη Ελλάδα και την ακόλουθη ένταξή τους στον ελληνικό στρατό της Μέσης Ανατολής.
Οι μαρτυρίες των συγγενών
Στα Γιάννενα συλλαμβάνονται από τις Ιταλικές αρχές κατοχής, οι πρώτοι Γιαννιώτες αξιωματικοί οι οποίοι είχαν πολεμήσει τον Ιταλό κατακτητή στην διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου 1940 - 1941. Ο υπολοχαγός πεζικού Στύπας Γεώργιος, με καταγωγή από την Δαφνωτή που κατοικούσε στην Καλούτσιανη, στα Γιάννενα, συλλαμβάνεται ένα βράδυ τον Δεκέμβριο του 1942. Ο πατέρας του ήταν παντρεμένος με την Βασιλική Τέλη και είχαν δύο παιδιά, εμένα και την Ασημίνα. Ο πόλεμος του ΄40 τον βρίσκει σε ηλικία 41 χρονών, με τον βαθμό του Υπολοχαγού, Διοικητή του 3ου Λόχου του 15ου Συντάγματος Πεζικού της 8ης Μεραρχίας. Συμμετείχε στην μάχη του Καλπακίου και υπερασπίστηκε το ύψωμα της Γκραμπάλας. Επέδειξε ηρωισμό και αυτοθυσία στις τρεις επιθέσεις ανακατάληψης του υψώματος, συλλαμβάνοντας πολλούς αιχμαλώτους. Μόνος του συνέλαβε ένα Ιταλό αξιωματικό πιάνοντάς τον από τον γιακά της στολής του, λέγοντάς του: «Τι γυρεύεις εσύ εδώ, στο πάτριον έδαφος!». Για την ανδρεία του και την γενναιότητα που επέδειξε κατά την διάρκεια των μαχών του πολέμου, του απονεμήθηκε το «Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας», καθώς και ο «Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως», ενώ προήχθη επ΄ ανδραγαθία σε Λοχαγό.
Η μαρτυρία του γιου του, Οδυσσέα Στύπα στον Η.Α. είναι αρκετά αποκαλυπτική:
«Στη διάρκεια της κατοχής μέναμε στα Γιάννενα και ένα βράδυ στις αρχές Δεκεμβρίου του 1942, τα χαράματα, ήρθαν στο σπίτι μας, οι Ιταλοί καραμπινιέροι και συνέλαβαν τον πατέρα μας. Στη συνέχεια τον οδήγησαν στην έδρα του 15ου Συντάγματος Πεζικού, που βρισκόταν πίσω από το σημερινό κτίριο της 8ης Μεραρχίας. Εκεί τον επισκεφτήκαμε με την μητέρα μου, τις επόμενες μέρες για να τον δούμε από κοντά»
Αντίστοιχη είναι και η ιστορία της σύλληψης του υπολοχαγού Ζιώγα Ιωάννη, με καταγωγή από το Συρράκο, που κατοικούσε στα Γιάννενα, όπως την καταθέτει ο γιος του Ζιώγας Δημήτριος (Τάκης):
Το 1940 ο πατέρας του ήταν Υπολοχαγός Πεζικού και προερχόταν από τον κλάδο των Υπαξιωματικών. Υπηρετούσε στην Κομοτηνή, στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων στον 3ο Λόχο. Στην Κομοτηνή μέναμε οικογενειακώς, με τον πατέρα μου τη μάννα μου και τα 5 αδέρφια μου. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940, όλες οικογένειες των ελλήνων στρατιωτικών, προληπτικά, μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα στην Αθήνα, για να βρίσκονται πιο ασφαλείς και πιο μακριά από τον πόλεμο.
Ο Ιωάννης Ζιώγας ακολούθησε την μεραρχία του και συμμετείχε στις μάχες του αλβανικού μετώπου. Τραυματίστηκε στο πόδι, στο μηρό και νοσηλεύτηκε τραυματίας πολέμου, στο στρατιωτικό νοσοκομείο στη Λάρισα. Από εκεί έλαβε αναρρωτική άδεια και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου και συνάντησε την αγαπημένη του οικογένεια. Μετά την αναρρωτική στάλθηκε ξανά στο μέτωπο και πολέμησε ξανά τους ιταλούς, μέχρι και την κατάρρευση του μετώπου τον Απρίλιο του 1941.
Επέστρεψε στην γερμανοκρατούμενη Αθήνα και το 1942 μ΄ένα καΐκι, πήρε την οικογένειά του και από τον Πειραιά, και ταξίδεψαν ως το Μύτικα, και από εκεί στην Πρέβεζα. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν οριστικά στα Γιάννενα.
«Εκείνη τη χρονιά, καθώς ο πόλεμος πλέον είχε τελειώσει ο πατέρας μου βρήκε δουλειά στα Γιάννενα στην Αγορανομία για να ταΐσει την πολύτεκνη οικογένεια του μέσα στα δεινά της κατοχής. Το 1942 οι ιταλικές αρχές κατοχής στα Γιάννενα, τον συνέλαβαν, όπως επίσης και κάποιους άλλους γιαννιώτες αξιωματικούς, σαν ομήρους για να τους στείλουν στην Ιταλία» θυμάται ο Τάκης Ζιώγας και συνεχίζει παραθέτοντας τις ζωντανές ακόμη μνήμες του: «Ήμουν τότε 9 χρονών και θυμάμαι πολύ καλά, πως τους έκλεισαν σε κάτι στρατώνες που βρισκόταν πίσω από σημερινό κτίριο της 8ης μεραρχίας. Τους θυμάμαι κάποιους από αυτούς τους αξιωματικούς, ο ένας λεγόταν Χρηστίδης, ήταν έφεδρος αξιωματικός και ήταν δικηγόρος, ένας άλλος λεγόταν Στύπας, κι αυτός αξιωματικός και έμενε στην Καλούτσιανη, φίλος του πατέρα μου. Πνίγηκαν όλοι μαζί όπως και ο πατέρας μου, στο ναυάγιο του πλοίου 'πόλη της Γένοβα' στην Αδριατική, που τορπιλίστηκε από υποβρύχιο».
Λίγο πριν το μοιραίο αυτό ταξίδι ο Τ. Ζιώγας είχε ζητήσει και είχε καταφέρει να δει τον πατέρα του. Όπως θυμάται ο ίδιος: «Ήθελα να δω τον πατέρα μου από κοντά, κι η μάννα μου είπε να κλάψω για να μ΄αφήσουν οι Ιταλοί, να με λυπηθούν για να τον δω, κι΄έτσι έγινε… Μπήκα στο στρατιωτικό θάλαμο, που ήταν συγκεντρωμένοι 5 συνολικά Γιαννιώτες αξιωματικοί και μάλιστα ακόμα θυμάμαι τα λόγια, του πιο μεγάλου αξιωματικού που μου είπε: 'Εμείς εδώ φτιάχνουμε μια καινούρια Ελλάδα!..¨' Έτσι τον πήραν τον πατέρα μου οι Ιταλοί και τον χάσαμε για πάντα…».
Το ναυάγιο
Συνολικά στο ιταλικό πλοίο «Πόλη της Γένοβα», αποβιβάσθηκαν 152 όμηροι Έλληνες αξιωματικοί, προερχόμενοι σχεδόν από όλες της πόλης της Ελλάδος, καθώς επίσης και 200 Ιταλοί στρατιώτες. Το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι της Πάτρας με προορισμό την Ιταλία στις 20 Ιανουαρίου 1943, στις 13.15 το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Ήταν ένα μηχανοκίνητο σκάφος, 5.413 τόννων, που είχε ναυπηγηθεί το 1930 και το οποίο, πριν από τον πόλεμο ήταν δρομολογημένο στην υπερωκεάνια γραμμή ταξιδίων Ιταλίας-Αυστραλίας. Επίσης διέθετε δύο εξακύλινδρες diesel μηχανές, που του προσέδιδαν ταχύτητα 19 ναυτικά μίλια την ώρα.
Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, οι Έλληνες αξιωματικοί, παρέμειναν φρουρούμενοι από Ιταλούς καραμπινιέρους, στα κάτω καταστρώματα του πλοίου. Η Ασημίνα Στύπα, λίγα χρόνια μετά το ναυάγιο, συγκέντρωσε προφορικές μαρτυρίες διασωθέντων οι οποίοι της περιέγραψαν τι είχε συμβεί στο καράβι. Η κα Στύπα κατέγραψε τις μαρτυρίες αυτές και σήμερα τις μεταφέρει στον Η.Α.:
«Οι Ιταλοί έκλεισαν τους Έλληνες ομήρους, στα κατώτερα περίκλειστα καταστρώματα του πλοίου και είχαν τοποθετήσει σκοπούς που απαγόρευαν την μετακίνησή τους… Οι ναύτες και οι φρουροί, ήταν σε διαρκή επαγρύπνηση από τον φόβο του τορπιλισμού, φόβο τον οποίον μετέδωσαν και στους Έλληνες ομήρους, που ήταν απομονωμένοι έχοντας στη διάθεσή τους τα ατομικά τους σωσίβια. Ήταν μεσημέρι της 21ης Ιανουαρίου 1943 όταν το πλοίο 'πόλη της Γένοβα', είχε φθάσει στο ύψος της Σάσωνος, του μικρού αυτού νησιού, που φράσσει τον κόλπο της Αυλώνας. Εκεί το πλοίο άλλαξε πορεία, με κατεύθυνση το Μπάρι και οι Έλληνες αξιωματικοί προσπαθούσαν να μαντέψουν το τι γίνεται…Η Αδριατική καίτοι Γενάρης, ήταν στις κάλμες της και ένας ήλιος λαμπρός φώτιζε τον ουρανό και μετρίαζε το κρύο…»
Καθώς το πλοίο, έμπαινε πλέον στα βαθιά νερά της Αδριατικής και διέσχιζε τα στενά του Οτράντο, η ένταση και η ανησυχία ήταν διάχυτη στην ιταλική δύναμη φρουράς. Οι ιταλοί στρατιωτικοί γνώριζαν ότι, στα στενά του Οτράντο περιπολούσαν αγγλικά υποβρύχια, τα οποία αποτελούσαν τους αμείλικτους κυνηγούς ιταλικών και γερμανικών πλοίων επιφανείας, κατά την διάρκεια του πολέμου.
Εν τω μεταξύ από τις 14 Ιανουαρίου 1943, η αγγλική ναυτική βάση των υποβρυχίων της Μάλτας, είχε δώσει εντολή στο υποβρύχιο «Τίγρης» (HMSTigris Ν63), να αποπλεύσει και να διενεργήσει την 17η πολεμική του περιπολία, στα παράλια της Ιταλίας. Το υποβρύχιο «Τίγρης» ήταν νεότευκτο σκάφος, καθώς είχε κατασκευαστεί το 1938, στα Ναυπηγεία στο Chatham της Αγγλίας. Ήταν ένα πραγματικά φονικό όπλο, που διέθετε 17 τορπίλες, καθώς και ένα κανόνι των 100 mm επί του καταστρώματος. Είχε μήκος 84 μέτρα και πλάτος 8,08 μέτρα και διέθετε δύο δίδυμους κινητήρες diesel των 1450 ίππων έκαστος. Η εμβέλεια του ήταν 4.500 ναυτικά μίλια / 8.330 χιλιόμετρα, και το υποβρύχιο το επάνδρωναν από 59 έως 63 άνδρες. Μετά από μια εβδομάδα, το υποβρύχιο «Τίγρης», βρέθηκε στα νερά της Αδριατικής και εισήλθε στα στενά του Οτράντο, στις 21 Ιανουαρίου 1943.
Από το περισκόπιο του «Τίγρης», ο 32χρονος κυβερνήτης υποπλοίαρχος Τζόρτζ Κόλβιν (Lt.Cdr. George, R. Colvin), διέκρινε την σιλουέτα του πλοίου «πόλη της Γένοβα» και το πλησίασε αργά, όπως κάνει ο κυνηγός το θήραμά του, καθώς βρισκόταν 25 ναυτικά μίλια, δυτικά της αλβανικής νησίδας Σάσων (Sason).
Επάνω στο πλοίο, ουδείς είχε αντιληφθεί τον επερχόμενο κίνδυνο, καθώς άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση για τον τορπιλισμό του πλοίου, «πόλη της Γένοβα».
Η αναφορά μάχης, που καταγράφεται στο πολεμικό ημερολόγιο του υποβρύχιου «Τίγρης», είναι χαρακτηριστική και μας περιγράφει αναλυτικά, τις τελευταίες στιγμές του πλοίου:
«12.50 ώρα.
Παρατηρείται ένα μέσο εμπορικό πλοίο με το διακριτικό 116. Η απόσταση είναι 5 ναυτικά μίλια. Ξεκινά η επίθεση.
13.13 ώρα.
Από την θέση 40ο 32΄Ν, 18ο 45΄Ε, εξαπολύονται 4 τορπίλες από απόσταση 1200 γυάρδες. Μια τορπίλη εκτιμάται να χτυπήσει το πλοίο κάτω από την καπνοδόχο, 63 δευτερόλεπτα μετά την πυροδότηση – εκτόξευση της 1ης τορπίλης. Το πλοίο ταλαντεύτηκε 90 μοίρες προς τα δεξιά και έχασε την πορεία του… Ο στόχος (το πλοίο) φάνηκε να ηρεμεί με την καρίνα να μην έχει πάρει κλίση.
13.15 ώρα.
Ο «Τίγρης» στράφηκε στην αριστερή πλευρά του πλοίου, για να αποσυρθεί.
13.20 ώρα.
Ο στόχος εμφανίζεται σαν να μην έχει αποσταθεροποιηθεί πιο βαθιά, έτσι αποφασίζεται να τελειώσει (η επιχείρηση), με μια άλλη τορπίλη.
13.25 ώρα.
Εξαπολύεται από τον πυροσωλήνα της πρύμνης (τορπίλη). Ο στόχος κτυπήθηκε 78 δευτερόλεπτα αργότερα και αμέσως βυθίστηκε απότομα… Ολόκληρο (το πλοίο) φαινόταν και τα τμήματα του φαινόταν στο νερό. Πήγε προς τα κάτω με κατακόρυφη βουτιά 90 δευτερόλεπτα αργότερα…».
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που οι διασωθέντες αξιωματικοί είχαν δώσει στην κ. Στύπα, η δεύτερη τορπίλη, ήταν αυτή που έδωσε τη χαριστική βολή εγκλωβίζοντας στα έγκατά του τους ιταλούς ναύτες και τους αιχμαλώτους έλληνες αξιωματικούς:
«Ξαφνικά κι ενώ τα ρολόγια έδειχναν 1.17΄ μετά το μεσημέρι, αναστατώθηκε το παν από ένα τρομακτικό κρότο. 'Τορπιλιστήκαμε', φώναξαν μερικοί κι αμέσως τα φώτα έσβησαν. Ένας τρομακτικός πανικός διαχύθηκε σε όλο το καράβι. Οι έγκλειστοι άρπαξαν τα σωσίβια και προσπαθούσαν με την βοήθεια των σπίρτων που άναβαν, να φτάσουν στην σκάλα, που οδηγούσε στον πάνω διάδρομο. Εκεί, επικρατούσε μια αφάνταστη αταξία. Φωνές τρόμου και φρίκης ακουγόταν από παντού και από διάφορα σημεία έφθαναν παρακλήσεις βοήθεια. Όσοι κατόρθωσαν να επιβιβαστούν στις σωσίβιες λέμβους, ή να γαντζωθούν στις αναποδογυρισμένες βάρκες και στα ξύλινα συντρίμματα του πλοίου, περισυνελέγησαν από βοηθητικά σκάφη του ιταλικού στόλου, που έφτασαν στον τόπο του δραματικού τορπιλισμού... απεβιβάσθησαν στη νήσο Σάσωνα, όπου μεταφέρθηκαν και τα πτώματα των νεκρών αξιωματικών».
Η αγωνία των οικογενειών
Η τραγική επιβεβαίωση, πως το πλοίο κτυπήθηκε πράγματι με δύο τορπίλες, έρχεται να ταυτιστεί, με άλλες μαρτυρίες επιζώντων, που επέζησαν του ναυαγίου, όπως τις μεταφέρει σήμερα στον Η.Α. ο Τ. Ζιώγας:
«Κάποιοι που επέζησαν του ναυαγίου, μας είπαν πως το πλοίο χτυπήθηκε από δύο τορπίλες. Με την πρώτη τορπίλη, υπήρξε αναστάτωση ανάμεσα στους κρατούμενους Έλληνες αξιωματικούς και τους Ιταλούς ναύτες. Οι καραμπινιέροι με τα πιστόλια στα χέρια, διαβεβαίωσαν τους κρατούμενους που βρισκόταν κλεισμένοι στις κουκέτες, πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Η δεύτερη όμως τορπίλη, που χτύπησε το καράβι, το έκοψε στα δύο, κι΄ έτσι αυτό βυθίστηκε. Αυτοί που πρόλαβαν και έπεσαν στη θάλασσα της Αδριατικής, έμειναν στο νερό για τουλάχιστον 9 ώρες μετά το ναυάγιο, έως ότου ήρθαν 2 ιταλικά πολεμικά, που κυνηγούσαν το υποβρύχιο, αλλά και έψαχναν για αγνοούμενους του ναυαγίου».
Οι οδυνηρές μνήμες του ναυαγίου συνοδεύουν τους συγγενείς των Ελλήνων αξιωματικών, που έχασαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα στην βύθιση του πλοίου. Παρ΄ότι έχουν περάσει 59 χρόνια, ο πόνος παραμένει ακόμη, μέσα από τις τραγικές αναμνήσεις του παρελθόντος. Τη συναισθηματική αυτή φόρτιση τη συναντά κανείς όταν συνομιλεί με τους συγγενείς των αξιωματικών. Είναι άνθρωποι των οποίων η παιδική ηλικία έχει στιγματιστεί από το ναυάγιο. Κρατάνε στα σπίτια τους μέσα σε ζελατίνες τις στολές με τα παράσημα, τα αριστεία, τις παλιές φωτογραφίες.
«Μετά τον πόλεμο, σε συζητήσεις που έκανα μαζί της, η μητέρα μου ανέφερε πως μαζί με τον πατέρα, ήταν και άλλοι συνάδελφοι αξιωματικοί μαζί του, όπως: ο Κατσαρός Δαμιανός, ο Γούδας, ο Ιωάννης Ζιώγας και ο Χρήστος Χρηστίδης. Από όλους τους παραπάνω, που σας είπα, μόνο ο Γούδας σώθηκε, ενώ όλοι οι άλλοι πνίγηκαν», αναφέρει ο Οδυσσέας Στύπας εκφράζοντας με συγκίνηση, τηναγωνία, που βίωσε η οικογένεια του, εκείνη την εποχή, μήπως υπήρχε κάποια ελπίδα, να βρίσκεται στη ζωή, ο αγαπημένος τους πατέρας, καθώς δεν υπήρχε κάποια επίσημη πληροφόρηση, για τους επιζήσαντες του συγκεκριμένου ναυαγίου στην Αδριατική θάλασσα.
Όσοι σώθηκαν από το ναυάγιο οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Ιταλία, ως αιχμάλωτοι πολέμου και απελευθερώθηκαν το 1945, οπότε και επέστρεψαν στην Ελλάδα.
«Μετά τον πόλεμο, ακόμα πιστεύαμε πως ήταν αγνοούμενος ή αιχμάλωτος πολέμου, έως ότου ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και μας πληροφόρησε πως ο πατέρας μου χάθηκε, κι έτσι η μάνα μου τα βάψε μαύρα μια για πάντα, θρηνώντας τον χαμό του αγαπημένου της άντρα και πατέρα των πέντε παιδιών της» λέει ο Τ. Ζιώγας στον Η.Α.
Από τους 152 Έλληνες στρατιωτικούς, που είχαν αποβιβασθεί στο ιταλικό πλοίο «Πόλη της Γένοβα», για να οδηγηθούν ως όμηροι στην Ιταλία, έχασαν τη ζωή τους οι 71.
Τραγική ειρωνεία: την ίδια τύχη είχε και αγγλικό υποβρύχιο «Τίγρης», ένα μήνα αργότερα, καθώς εκτελώντας την 18η πολεμική του περιπολία, βυθίστηκε στις 27 Μαρτίου 1943, αύτανδρο και με τους 63 άνδρες του, από το γερμανικό ανθυποβρυχιακό σκάφος UJ 2210, σε απόσταση 6 ναυτικά μίλια, νοτιοανατολικά του νησιού Κάπρι (Capri), στον κόλπο της Νάπολης.
Ο κατάλογος
Το 1990, το Γενικό Επιτελείο Στρατού και η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, εξέδωσαν ένα ογκώδη τόμο, στον οποίο καταγράφονται ονομαστικά, οι 12.636 στρατιώτες και οι 713 αξιωματικοί οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέμου. Σε αυτό όμως περιλαμβάνονται τα ονόματα μόνο δώδεκα αξιωματικών που χάθηκαν στο ναυάγιο. Οι υπόλοιποι 59 λείπουν. Δεν είναι η μοναδική ανακρίβεια. Ο συνταγματάρχης Δαβάκης Κωνσταντίνος, είναι καταχωρημένος στην ενότητα, «φονευθέντες αξιωματικοί 1940-1941, με το αιτιολογικό πως «πνίγηκε στο ναυάγιο του ΑΠ «CittadiGenova», μεταφερόμενος ως όμηρος στην Ιταλία, λόγω της συμμετοχής του, στον πόλεμο στις 21 Ιανουαρίου 1943»!
Είναι φυσικά χρέος του Ελληνικού Στρατού να αναγνωρίσει συμβολικά και τους 71 νεκρούς σε κάποια σχετική έκδοση ή πρωτοβουλία. Από την προσωπική μου έρευνα έχω καταφέρει να διασταυρώσω τα ονόματα των 54 (νεκρών και επιζώντων) Ελλήνων στρατιωτικών που επέβαινα στο καράβι. Είναι βέβαιο πως ο στρατός με τις υποδομές του μπορεί φυσικά να βρει και τα υπόλοιπα ονόματα που λείπουν.
Οι Έλληνες αξιωματικοί, που είχαν χάσει την ζωή τους, στο τραγικό ναυάγιο του πλοίου, όσοι ανευρέθηκαν στις αλβανικές ακτές, τάφηκαν στην Αυλώνα της Αλβανίας το 1943. Την δεκαετία του ΄60 τα οστά εκείνων που είχαν ταφεί στην Αυλώνα της Αλβανίας, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα με το ναρκαλιευτικό «Πυρπολητής». Η τύχη τους όμως αποτελεί όχι μόνο προσβολή προς τη μνήμη των νεκρών, αλλά και πρόκληση για το δημόσιο αίσθημα.
Η μαρτυρία της Ασημίνας Στύπα, κόρη του υπολοχαγού Στύπα Γεωργίου, είναι χαρακτηριστική:
«Για δύο μέρες τα οστά ήσαν στο Α΄ Νεκροταφείο. Μετά μεταφέρθηκαν στο Γ΄ Νεκροταφείο. Πήγα μια φορά να κάνω ένα τρισάγιο μνημόσυνο υπέρ της αναπαύσεως της ψυχής του και είδα τα οστά, πεταμένα έξω από τα κασόνια, ανακατεμένα με τις Ελληνικές σημαίες, σχισμένες. Έφυγα και ούτε ξαναπήγα…».
Είμαστε ασφαλώς ιδιαίτερα ευέξαπτοι αν κάποιος προσβάλλει την ιστορία μας και την εθνική της αφήγηση. Ο τρόπος όμως με τον οποίο εμείς οι ίδιοι συμπεριφερόμαστε στους ήρωες μας φανερώνει και το μέγεθος της ευθύνης μας απέναντι στον τόπο μας και την ιστορία του. Αν λοιπόν τύχει ποτέ να ταξιδέψετε με το πλοίο της γραμμής στην Ιταλία και περάσετε από τα ταραγμένα στενά του Οτράντο στρέψτε το βλέμμα σας προς τη θάλασσα, τιμώντας τη μνήμη των νεκρών ελλήνων αξιωματικών, που βρίσκονται ακόμη στο πλοίο «πόλη της Γένοβα»…
Η θέση του ναυαγίου
Μετά από αναζήτηση, σε εταιρεία ναυαγίων με έδρα τo Βέλγιο που συνεργάζεται με τα Ενωμένα Ναυτικά Ναυπηγεία της Αγκόνας (CantieriNavaleRiuniti – CNR, Ancona, Ιtaly), καθώς και την Ανώνυμη Ναυτική Εταιρεία Τirrenia στην Ριέκα – Φιούμε (Tirrenia – SocietaAnonimaDiNavigazioneTirrenia, Rijeka, (Fiume), Crotia), κατάφερα να εντοπίσω, το ακριβές σημείο της βύθισης του πλοίου «πόλη της Γένοβα». Η λεπτομερής και εκτενής χαρτογράφηση της περιοχής, προσδιορίζει επακριβώς, την θέση του ναυαγίου, την οποία έθεσαν στη διάθεσή μου, μετά από ευγενή παραχώρηση προς εμένα, οι ανωτέρω εταιρείες ναυαγίων.
To πλοίο βρίσκεται στο βυθό, σε βάθος που εστιάζεται στα 800 μέτρα και καταγράφεται στις συντεταγμένες 40ο 32΄Ν, 18ο 45΄Ε, που ταυτίζονται με την πολεμική αναφορά, του υποβρύχιου «Τίγρης».
Βρείτε τη θέση του ναυαγίου
Αν πληκτρολογήσετε τις συντεταγμένες 40ο 32΄Ν, 18ο 45΄Ε στην εφαρμογή GoogleEarth τότε ο χάρτης θα σας «οδηγήσει» αυτομάτως στο σημείο του ναυαγίου, στα στενά του Οτράντο, ανάμεσα στα παράλια της Ιταλίας και της Αλβανίας.
Σας ευχαριστούμε πολύ για την αναδημοσίευση και την τιμή που μας κάνατε. Η ελληνική ιστορία γράφτηκε μία φορά και δεν αλλάζει - ξαναγράφεται από κανένα άλλον. Τιμή,δόξα και παραδειγματισμός από τους προγόνους μας που έδωσαν τα πάντα για να υπάρχουμε σήμερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι Οικογένειες :
Στύπα Οδυσσέα
Νούσιας Ασημίνα
Τέλη Γεώργιου
Γιαμπουρά Ιωάννη
Σκαπέρα Θεοχάρη
Στύπα Γεώργιου