Αυτόν τον τίτλο έδωσε στο γνωστό δίτομο βιβλίο του ο Ευάγγελος Αβέρωφ, που διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών από το 1956 μέχρι τον Ιούνιο του 1963 και χειρίσθηκε το πρόβλημα της Μεγαλονήσου. Ήταν ο αρχιτέκτονας των λίαν συκοφαντημένων Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου. Για πρώτη φορά τέθηκε το θέμα της Κύπρου από την Ελλάδα στην Βρετανία την άνοιξη του 1941, όταν προέκυψε το πρόβλημα της εγκατάστασης του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και της Ελληνικής Κυβέρνησης, μετά από μία πιθανή κατάληψη της Ελλάδας από τα Γερμανικά στρατεύματα σε περίπτωση επίθεσης της Γερμανίας κατά της χώρας μας. Αλλά ας αφήσουμε το νήμα της ιστορίας να ξετυλιχθεί για τα γεγονότα της Μεγαλονήσου.
28 ΟΚΤΩΒΡΊΟΥ 1940
Η Ελλάδα την 28η Οκτωβρίου 1940 αντιμετωπίζει με επιτυχία την επίθεση των Ιταλικών στρατευμάτων κατά μήκος της Ελληνο-Αλβανικής Μεθορίου και σημειώνει την πρώτη ήττα των δυνάμεων του Άξονα. Οι Βρετανοί, που μέχρι τότε αγωνίζονταν ολομόναχοι εναντίον του Άξονα, απέκτησαν έναν πολύτιμο σύμμαχο και μάλιστα αφιλοκερδή. Σύμμαχο υψηλόφρονα που δεν θα προβάλει καμιά απαίτηση. Δεν θέλησε να εκμεταλλευθεί τις θυσίες του, για να προσπαθήσει να αποσπάσει κάποια υπόσχεση ότι οι εθνικές του διεκδικήσεις θα ικανοποιηθούν μεταπολεμικά. Η Ελλάδα, εκείνες τις ένδοξες ημέρες, ήταν τόσο υπερήφανη που δεν θα καταδεχθεί να προβεί σε διαπραγματεύσεις. Άλλωστε ο Βρετανός Πρωθυπουργός με δική του πρωτοβουλία είχε δηλώσει: «Μαζί θα μοιρασθώμεν την Νίκη». Μια δήλωση ανώδυνη, συναλλαγματικά ακάλυπτη, την οποία εμείς, λαός και ηγεσία, την είχαμε πάρει στα σοβαρά? Ο Αλέξης Κύρου υποστήριξε πως υπήρξε μέγιστο λάθος το ότι επαναπαυθήκαμε στους ύμνους και στα εγκώμια των Συμμάχων, στις μεγαλοστομίες των, που ήταν κενές ουσιαστικού περιεχομένου και δεν προβάλαμε επιτακτικά τις δίκαιες εθνικές μας αξιώσεις. Τα εθνικά μας θέματα, η Κύπρος και η Βόρειος Ήπειρος, έπρεπε να τεθούν πριν από την παρέλευση πολλού χρόνου, τότε που το σίδηρο ήταν ακόμα ζεστό.
2 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941
Την 1η Μαρτίου 1941 η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα. Την επαύριον τα Γερμανικά στρατεύματα διέβησαν τον Δούναβη και εισήλθαν στο Βουλγαρικό έδαφος. Την ίδια ημέρα, 2 Μαρτίου, ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής έκανε δειλά-δειλά, μια πρώτη κρούση στον Βρετανό Υπουργό Εξωτερικών Άντονυ Ήντεν, που βρισκόταν στην Αθήνα. Συγκεκριμένα εκείνες τις κρίσιμες και δραματικές ώρες για την Ελλάδα ζήτησε από τον Βρετανό Υπουργό, για ανύψωση του ηθικού του δοκιμαζόμενου Ελληνικού Λαού να δηλώσει η Βρετανική Κυβέρνηση «περί παραχωρήσεως της Κύπρου εις την Ελλάδα». Και επειδή διέκρινε ίσως κάποιο μορφασμό δυσαρέσκειας στο πρόσωπο του συνομιλητή του, πρόσθεσε: «Ρίπτω, απλώς μίαν ιδέαν προς μελέτην, χωρίς ουδεμίαν να ζητώ απάντησιν». Ο Ήντεν έσπευσε φυσικά να δηλώσει ότι «το θέμα εξέρχεται των ορίων της εντολής του».
31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1941
Ο Κορυζής επανήλθε στις 31 Μαρτίου, όταν ο Ήντεν επισκέφθηκε εκ νέου την Αθήνα. Αυτήν την φορά πρόσθεσε και την ανάγκη να βρεθεί τόπος για την εγκατάσταση του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και της Ελληνικής Κυβέρνησης, σε περίπτωση δυσμενούς εξέλιξης των επιχειρήσεων, μετά την αναμενόμενη επίθεση της Γερμανίας. Έτσι πρότεινε την παραχώρηση της Κύπρου ή τουλάχιστον μιας περιοχής της στην Ελλάδα, για να μπορέσει ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση να συνεχίσουν να ασκούν την εξουσία τους «επί Ελληνικού εδάφους». Ο Ήντεν απάντησε «δεν κατηγάγομεν εισέτι την τελικήν νίκην, ίνα ζητώμεν προσάρτησιν εδαφών?» Ο Κορυζής απάντησε: «το επιτευχθέν μέχρι τούδε θαύμα του Ελληνικού Λαού υπερβαίνει τα όρια μιας απλής νίκης και θα εδικαιολόγει οιανδήποτε παραχώρησιν». Τελικά ο Ήντεν υποσχέθηκε ότι το θέμα θα εξετασθεί στο Λονδίνο «μεθ' όλης της δυνατής ευμενείας».
11 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941
Στις 11 Απριλίου, ενώ ήδη η Θεσσαλονίκη είχε καταληφθεί από τα Γερμανικά στρατεύματα, ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ επανέλαβε το αίτημα στον Βρετανό πρέσβη σερ Μάικλ Πάλαιρετ και πρότεινε επί πλέον την μεταφορά στην Κύπρο 40.000 νεοσυλλέκτων, οι οποίοι εκπαιδεύονταν στα κέντρα εκπαίδευσης της Πελοποννήσου, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν, όπου οι παραπέρα ανάγκες του πολέμου το απαιτούσαν. Στις 13 Απριλίου ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον Στρατηγό Ουίλσον στην Αθήνα: «..Εάν όμως αυτός (ο Βασιλεύς) ή οιονδήποτε τμήμα του Ελληνικού Στρατού εξαναγκασθή να εγκαταλείψη την Ελλάδα, θα πρέπει να τους παρασχεθή πάσα ευκολία εις Κύπρον, ημείς δε θα καταβάλωμεν πάσαν προσπάθειαν δια να τους μεταφέρωμεν εκεί». Την ίδια ημέρα ο Πάλαιρετ ενημέρωσε τον Έλληνα Πρωθυπουργό ότι ήδη η Βρετανική Κυβέρνηση συνεργάζεται επειγόντως με τον Βρετανό Κυβερνήτη της Κύπρου, για την εγκατάσταση της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδας σε κάποια περιοχή της Κύπρου. Ο πρέσβης επισήμανε ότι δεν γίνεται λόγος για μεταβίβαση της κυριαρχίας, αλλά ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση στην Κύπρο θα απολαμβάνουν το ίδιο καθεστώς, που ισχύει για όλες τις συμμαχικές, εξόριστες κυβερνήσεις, που έχουν εγκατασταθεί προσωρινώς στο Λονδίνο.
14-16 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941
Η Βρετανική αυτή αντιπρόταση δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική και την 13η Απριλίου ο Έλληνας Πρωθυπουργός με τον πρέσβη της στο Λονδίνο ειδοποίησε την Βρετανική Κυβέρνηση ότι ο Βασιλεύς και η Κυβέρνηση θα καταφύγουν σε κάποιο Ελληνικό νησί {στην Κρήτη όπως αποδείχθηκε} δηλώνοντας: «αδιαφορών δια κινδύνους εις ους δύναται εκτεθή εκ τούτου... ουδόλως επιδιώκομεν να επωφεληθώμεν της κρισίμου ταύτης στιγμής, όπως θέσωμεν ζήτημα Κύπρου... αλλά νομίζομεν ότι κατά τας τόσον δυσχερείς στιγμάς ας διέρχεται η Ελλάς δικαιούμεθα να επιμείνωμεν επί της αιτήσεώς μας τοσούτω μάλλον όσον το μέτρον δεν θα προδίκαζεν οριστικήν παραχώρησιν». Στην άρνησή μας ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών επέμεινε να δεχθεί η Ελλάδα την Βρετανική αντιπρόταση και τόνισε στον Έλληνα Πρέσβη στο Λονδίνο Χαράλαμπο Σιμόπουλο ότι δεν βλέπει κανένα εμπόδιο για την άσκηση των δικαιωμάτων του Βασιλέως κατά την παραμονή του στην Κύπρο «υπό τας ιδίας συνθήκας με τους εις Λονδίνον διαμένοντας ξένους αρχηγούς κρατών». Μάλιστα στις 16 Απριλίου οι Βρετανοί μας επέδωσαν κείμενο με τα πλεονεκτήματα της αντιπρότασής των, όμως η Ελληνική Κυβέρνηση αρνήθηκε εκ νέου, ζητώντας το μέγιστο, δηλαδή την παραχώρηση της κυριαρχίας της Κύπρου ή μιας περιοχής αυτής. Το πείσμα αυτό προκάλεσε την Βρετανική Κυβέρνηση να ενημερώσει στις 29 Απριλίου, όταν ήδη η Ελληνική Κυβέρνηση είχε εγκατασταθεί στην Κρήτη, τον Έλληνα Πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό ότι περί Κύπρου δεν γίνεται πλέον λόγος.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Οι ερασιτεχνισμοί στη διπλωματία πληρώνονται. Δυστυχώς δεν είχε προβληθεί το θέμα της Κύπρου όταν και όσο έπρεπε, όταν η δόξα μας βρισκόταν στο μεσουράνημά της. Είχαμε απαιτήσει από την αρχή μεταβίβαση κυριαρχίας. Επιμείναμε στο θέμα της κυριαρχίας, αντί να περιορισθούμε στην απλή παρουσία μας στην Κύπρο. Το σφάλμα υπήρξε ολέθριο, όχι μόνο για την Κύπρο, αλλά και για την Μητροπολιτική Ελλάδα. Αν είχαμε αποδεχθεί την Βρετανική προσφορά κατά πάσα πιθανότητα θα είχαν αποφευχθεί τα εγκληματικά και αντεθνικά κινήματα του ΚΚΕ, που διέλυσαν τις Ένοπλες Δυνάμεις στη Μέση Ανατολή, και θα ήταν το πρώτο αποφασιστικό βήμα στην πορεία προς την αυτοδιάθεση και την ένωση της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το μακρυνό 1941 άνοιξε ο ασκός του Αιόλου των σφαλμάτων των ηγετών τόσον της Κύπρου, όσον και της Ελλάδας, άλλων μικρότερα και άλλων μικρότερα. Το τελειωτικό κτύπημα έδωσε το εγκληματικό και άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 στην Κύπρο, που εκμεταλλεύτηκε αδικαιολόγητα η Τουρκία να εισβάλει, να καταλάβει το 38% της νήσου και να τη διχοτομήσει, ορθώνοντας νέο τείχος αίσχους στον πολιτισμό του πλανήτη μας.
ΠΗΓΕΣ
1. Αλεξη Κύρου «Όνειρα και πραγματικότης».
2. Ελληνικά Διπλωματικά Έγγραφα.
3. Απομνημονεύματα Τσώρτσιλ Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος.
Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Πατιαλιάκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι απόψεις - τοποθετήσεις - σχόλια γίνονται με δική σας ευθύνη.