Τον πρώτο καιρό της μεταπολίτευσης ανέβηκε σε αθηναϊκό θέατρο, ένα έργο με τίτλο: «Αυτοκράτωρ νωματάρχης», με σκοπό να σατιρίσει, την παντοδυναμία της Χωροφυλακής, στα προ του 1974 χρόνια. Τώρα, αν αμέσως μετά την μεταπολίτευση την θέση του νωματάρχου πήρε ο κομματάρχης (πρασινοφρουρός και αργότερα ερυθροφρουρός) πολύ λίγη σημασία είχε, για τα επί γης κομματόσκυλα. Τα χρόνια πέρασαν, οι συνθήκες άλλαξαν και η παλιά ρήση που αποδίδεται σε παλαιό κομματάρχη (κάτι ανάλογο με τον Θόδωρο Γκρούεζα κομματάρχη του Μαυρογιαλούρου) «ή υπούργημα μου δίνεις ή εφημερίδα βγάνω», επαληθεύεται στο έπακρο. Στέλνεις μία επιστολή σε κάποιο μέσον (χωρίς να έχεις μέσον…) και όχι μόνο δεν τη δημοσιεύει, αλλά αντικρούει αυτά που γράφεις, ή απλώς σε βρίζει, χωρίς όμως οι αναγνώστες του, να ξέρουν τι ακριβώς (ούτε καν περίπου) αντικρούει. Πάντως αντικρούει.
Προς τι όμως όλη αυτή η εισαγωγή; Πριν λίγο καιρό, έγινε μία τελετή κατά την οποία, έστω και αργά, τιμήθηκε κάποιος απόστρατος πλέον αξιωματικός της αεροπορίας, για την δράση του στην Κύπρο το 1974. Στην τελετή αυτή, κάποιος απόστρατος ανώτατος αξιωματικός, από τους ομιλητές της εκδηλώσεως, αναφέρθηκε στην τραγωδία της Κύπρου το 1974. Είπε κάποιες αλήθειες ο ομιλητής, ο οποίος όμως, όχι μόνο είπε και πολλές ανακρίβειες, αλλά και απέκρυψε αλήθειες. Μία ιστοσελίδα, φιλοξένησε την ομιλία και εγώ ο αφελής, πιστεύοντας ότι αφού έφυγε η χούντα θα είχαμε ελευθερία λόγου, θέλησα να αντικρούσω ενυπογράφως, ορισμένες θέσεις του ομιλητού. Αντί να δημοσιεύσει την απάντησή μου ο κ. μιντιάρχης, πάντα πιστός στην αρχή «δικό μου είναι το μαγαζί και ότι γουστάρω κάνω», πέρασε κατ’ ευθείαν στην «απάντησή» του, παραλείποντας, ίσως για… οικονομία χώρου, την επιστολή μου. Έτσι αφού με χαρακτήρισε χουντικό, χρυσαυγίτη (μόνον φασίστα δεν με απεκάλεσε προφανώς κρατώντας το χαρακτηρισμό για τον εαυτό του), έκανε τον Μοσκιό και σφύριξε αδιάφορα επί του περιεχομένου επιστολής και δεν απάντησε βεβαίως σε κανένα από τα ερωτήματα που έθετα. Μπορεί και να σιγοτραγουδούσε: «Έχω σάϊτ και το κέφι μου θα κάνω και θα πνίξω την αλήθεια κι’ από πάνω». Στο τέλος του σχολίου του (επί ποίων ερωτήσεων όμως;) κατέληγε: «Δεν θα δημοσιεύσω την επιστολή σας (μίλησε κανένας για Σταλινισμό;) και ας κατηγορηθώ για λογοκρισία!!!». Σκέφθηκα να του απαντήσω, αλλά θα εισέπραττα πάλι απάντηση σε… αόρατη ερώτηση.
Προφανώς ο κ. μιντιάρχης είχε ενστερνισθεί την φράση του Ουίλιαμ Γουεστμόρλαντ, επικεφαλής των Αμερικανικών Δυνάμεων στο Βιέτναμ: «Το Βιετνάμ ήταν ο πρώτος πόλεμος που δεν υπήρχε λογοκρισία. Χωρίς λογοκρισία, πολύ συχνά δημιουργείται σύγχυση στην κοινή γνώμη». Όχι κ. μιντιάρχα δεν θα σας κατηγορήσω για λογοκρισία. Το χαρακτηρισμό τον αφήνω στους αναγνώστες σας. Θεώρησα άσκοπο να επικοινωνήσω πάλι με τον κ. μιντιάρχη επειδή θυμήθηκα αυτό που είχε πει ο «ζουμερός» Μπιλ Κλίντον: «Ποτέ μην αρχίζεις καυγά με ανθρώπους που αγοράζουν μελάνι χύμα».
Παρόμοιο γεγονός συνέβη και με την δημοσιογράφο, πλην όχι μιντιάρχη, κ. Ευαγγελία Τσικρικά, η οποία στην συνέντευξη του πρωθυπουργού στην ΔΕΘ, τόλμησε να ρωτήσει τον κ. Τσίπρα σχετικώς με το μέλλον των συναδέλφων της, που εργάζονται στα κανάλια, τα οποία πάνε φουλ για «μαύρο», μετά τις άδειες που δόθηκαν. Να διευκρινίσω ότι αυτό είναι δημοκρατικό «μαύρο», ενώ εκείνο της ΝΔ στην ΕΡΤ «φασιστικό»...
Τι ακριβώς έγινε με την κ. Τσικρικά; Αφού δεν εισέπραξε απάντηση, αλλά μερικές κορώνες του στυλ «Τέρμα το τζάμπα», «Κάτω οι νταβατζήδες», «Ένα ένα τέσσερα», «Ένας στο χώμα κι’ οι άλλοι στον αγώνα», «πρωτάθλημα θα πάρουμε κι’ όλους θα τους τρελάνουμε», από την επομένη είχε να αντιμετωπίσει και τον κ. Πολάκη, ο οποίος έκανε την μεγάλη αποκάλυψη, ότι κατά το παρελθόν η κ. Τσικρικά είχε φωτογραφηθεί με τον κ. Σαμαρά και άλλα στελέχη της ΝΔ. Επιχείρημα δηλαδή ανάλογο με αυτό του δικού μου μιντιάρχη (χουντικός, χρυσαυγίτης, ΑΕΚτζής κ.λπ.), για την ταμπακέρα όμως και πάλι Μοσκιός. Βέβαια το ότι η κ. Τσικρικά είχε φωτογραφηθεί και με τον κ. Τσίπρα, καθότι δημοσιογράφος η γυναίκα, λίγη σημασία είχε. Λες και το θέμα ήταν με ποιόν φωτογραφήθηκε και όχι η τραγωδία που έρχεται.
Κάτι ανάλογο, έγινε και με την «δημοκρατία» στην ΔΕΘ, όπου η κ. Γεροβασίλη δεν της επέτρεψε να υποβάλει ερώτηση, διότι έτσι της γουστάρει ρε αδελφέ. Ίδια συμπεριφορά Βεληγκέκα, είχε και κάποιος που παρουσιάζει μία αθλητική εκπομπή στην ΕΡΑ Σπορ (Δημόσιο ραδιόφωνο αν έχετε ακουστά), ο οποίος σε παρατήρηση κάποιου ακροατή του απάντησε θρασύτατα: «Αν δεν σ’ αρέσει, άλλαξε σταθμό». Και αυτόν τον σατράπη νούμερο 5 τον πληρώνουμε εμείς. Ηθικόν (όχι και τόσο) Δίδαγμα. Η παλιά καλή (;) συνταγή που εφαρμόστηκε αμέσως μετά την μεταπολίτευση «ουδείς έτερος πλην των αριστεροκομμουνιστών έχει δικαίωμα δια να ομιλεί», είναι διαχρονική και αλάνθαστη. Όμορφος κόσμος ηθικός δημοκρατικά πλασμένος…
Χρήστος Μπολώσης
* Μοσκιός: Στις 6/1/1931, έγινε στην Καλλιθέα ένα φρικιαστικό έγκλημα που συντάραξε το πανελλήνιο. Η Άρτεμις Κάστρου και η κόρη της Φούλα Αθανασοπούλου, με τη βοήθεια του ανιψιού τους Μοσκιού, σκότωσαν τον Μήτσο Αθανασόπουλο, σύζυγο της Φούλας. Αφού τεμάχισαν το πτώμα του, το έβαλαν σε σάκους και το πέταξαν στον ποταμό Κηφισό. Η ιστορία μάλιστα έγινε και τραγούδι: «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου 'μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις...». Η υπόθεση συντάραξε την κοινή γνώμη και καλύφθηκε εκτενώς από τις εφημερίδες της εποχής. Οι δύο γυναίκες δικάστηκαν ένα χρόνο, μετά το αποτρόπαιο έγκλημα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στο δικαστήριο κλήθηκε και ο ανιψιός τους Μοσκιός, που βοήθησε τη Φούλα και την Κάστρου να δολοφονήσουν τον Αθανασόπουλο. Όμως σε όλη τη διάρκεια της δίκης δεν είπε λέξη. Η παροιμιώδης «σιωπή» του στο δικαστήριο, καταγράφηκε στη συνέχεια ως λαϊκή ρήση. «Κάνεις τον Μοσκιό», έλεγε ο κόσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι απόψεις - τοποθετήσεις - σχόλια γίνονται με δική σας ευθύνη.