Του Ιωσήφ Παρούτογλου*
Ελλάδα και Τουρκία συνιστούν ένα δίπολο στρατηγικής τριβής και πολιτικών αναταράξεων στην περιοχή της Μεσογείου, με αντικρουόμενο συμφέροντα, εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά καθεστώτα και διαφορετικά φορτία ισχύος στη διεθνοπολιτική σκακιέρα. Πρόκειται για δύο εθνοκρατικές οντότητες με διαφορετικές ιστορικές καταβολές, θρησκευτικές πεποιθήσεις, οικονομικές δυνατότητες και στρατιωτική ισχύ. Ο ρόλος που διαδραματίζουν απέναντι στις γεωπολιτικές και στρατηγικές εξελίξεις είναι άκρως σημαντικός, καθόσον η γεωγραφική θέση που κατέχουν, τους καθιστά αυτομάτως στρατηγικούς καταλύτες στην διαχείριση κρίσιμων καταστάσεων προερχόμενων από την Βόρειο Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Η ετερότητα που υφίσταται ανάμεσα στις δύο χώρες καθιστά ιστορικά ανέφικτη την αναζήτηση χρυσής τομής στο συγκεκριμένο δίπολο.
Οι δύο κρατικές οντότητες καλούνται, σήμερα, να διαχειριστούν διαφορετικές προκλήσεις, ευκαιρίες και απειλές που αναφύονται ως απότοκες της ρευστότητας της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και του σκηνικού της Ανατολικής Μεσογείου, της Β. Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Μία από αυτές τις πηγές αστάθειας, η οποία αγγίζει τα όρια της στρατιωτικής αναθέρμανσης και εξάντλησης κάθε μορφής εποικοδομητικού διαλόγου μεταξύ των επίσημων διπλωματικών διαύλων αμφότερων των κυβερνήσεων, αποτελεί η έξαρση του προσφυγικού ζητήματος και η αθρόα διακίνηση ατόμων. Οι συνέπειες αυτού του φαινομένου αγγίζουν αμφότερες τις ηγεσίες των δύο κρατών, καθόσον διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα σε οικονομικό, πολιτικό και στρατηγικό πεδίο δράσης. Τα νέα δεδομένα στο πεδίο διεθνούς πολιτικής και οι παράμετροι ασφάλειας που προέκυψαν μετά την έξαρση της διακίνησης ατόμων επιβάλλουν συνδιαχείρηση και πολυμερή δράση ώστε να μεγιστοποιηθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα και να ενισχυθεί το κοινό πλαίσιο ασφάλειας.
Στην τρέχουσα διεθνοπολιτική συγκυρία η Τουρκία αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό προσφύγων πριν εισέλθουν στην Ε.Ε.. Ιστορικά θεωρείται ως χώρα αποστολής και χώρα διέλευσης μεταναστών[1]. Τα μεταναστευτικά κύματα προέρχονται από το Ιράν, Ιράκ και Αφγανιστάν και μεταβαίνουν μέσω της χώρας στην Κεντρική Ευρώπη. Δέον να τονισθεί ότι μέχρι πρότινος η Τουρκία δεν είχε υπογράψει διεθνείς συνθήκες Επανεισδοχής με τα κ-μ της Ε.Ε. για συνταγματικούς λόγους[2] και ως εκ τούτο δεν αποδέχεται την επιστροφή-επαναπροώθηση των συλληφθέντων μεταναστών, οι οποίοι αποπειράθηκαν να μετακινηθούν λαθραία στην Ε.Ε. Λειτουργεί ως κατευθυντήριος μοχλός των οργανωμένων κυκλωμάτων διακίνησης ατόμων με γνώμονα να διοχετευθούν εκατομμύρια πρόσφυγες[3] προς τη γηραιά ήπειρο. Το γεγονός αυτό επιφέρει αυτομάτως επιπλοκές, προστριβές και δυσεπίλυτα προβλήματα στις χώρες υποδοχής – και συγκεκριμένα στην Ελλάδα - σε θέματα διαχείρισης του μεταναστευτικού όγκου. Μέσω αυτής της τακτικής επιχειρεί να αυξήσει αφενός μεν την ανταγωνιστικότητά της, αφετέρου δε την επιρροή της στα διεθνή τεκταινόμενα και να αποκομίσει πολλαπλάσια οφέλη, οικοδομώντας εντέχνως το προφίλ του στιβαρού και σθεναρού αντιπάλου στο πεδίο των διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε..
Η Τουρκία, στο πλαίσιο εκδίπλωσης των ηγεμονικών της φιλοδοξιών, καλείται να διαπραγματευτεί με την χώρα μας και την Ε.Ε. το ουσιώδες ζήτημα της μετεγκατάστασης των προσφύγων και του επαναπατρισμού αυτών είτε στις χώρες προέλευσης είτε την παραμονή τους στο εσωτερικό της Τουρκίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη με ηγεμονικές βλέψεις, αναζητά ευκαιρίες για να διεισδύσει στην Ε.Ε, προκειμένου η τελευταία να αναθεωρήσει το status quo σχετικά με το καθεστώς εισόδου Τούρκων υπηκόων στο έδαφος Schengen διατηρώντας παράλληλα την πάγια επεκτατική της πολιτική έναντι της Ελλάδας. Είναι σαφές ότι οι προσφυγικές ροές λειτούργησαν ως συγκυριακός πολλαπλασιαστής ισχύος της Τουρκίας, ενισχύοντας παράλληλα την διαπραγματευτική ισχύ της υπό το βάρος των πιέσεων της κοινής γνώμης που δέχτηκαν οι ευρωπαϊκές ηγεσίες[4].
Το δόγμα Νταβούτογλου για “μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες¨ έχει στην πράξη μετατραπεί σε έξαρση της τουρκικής προκλητικότητας και κλιμάκωσης επιθετικών ενεργειών σε βάρος της χώρας μας. Συνιστά μία τακτική κάμψης του φρονήματος των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και αποσκοπεί μέσω των συγκεκριμένων κινήσεων εντυπωσιασμού στην τόνωση του ηθικού του τουρκικού λαού και επίδειξης ισχύος διεθνώς. Το αναδυόμενο στρατηγικό περιβάλλον σηματοδοτεί την εμφάνιση μιας νέο-ισλαμικής Τουρκίας διαθέτει μια πανίσχυρη κρατική δομή.
Η Ελλάδα, όντας στη δίνη μιας διαιωνιζόμενης οικονομικής κρίσης αναζητά δομικές και μεταρρυθμιστικές αλλαγές για την επιβίωσή της και την απεμπλοκή της από την ασφυκτικό δημοσιονομικό προγραμματισμό. Αποτελεί μικρή κρατική οντότητα με υπολογίσιμη αλλά προϊόντος του χρόνου διαρκώς απομειούμενη ισχύ. Στο διεθνές περιβάλλον αναζητά δομές συνεργασίες και κοινής σύμπλευσης στη μάχη για την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών κυμάτων και του οργανωμένου εγκλήματος. Σύμμαχός της συνιστά η προηγούμενη εμπειρία της καθότι όντας χώρα υποδοχής μεταναστών διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη και την επιστημοσύνη για να ανταπεξέλθει ικανοποιητικώς στο δυσεπίλυτο και πολυσύνθετο φαινόμενο. Πάραυτα, τα οικονομικά προβλήματα που μαστίζουν την χώρα θέτουν σημαντικούς φραγμούς στη διαχείριση σημαντικών ζητημάτων που άπτονται άμεσα της ασφάλειά της στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Βοσκόπουλος Γ. «ο συγκυριακός χαρακτήρας του προσφυγικού φαινομένου κινδυνεύει να λάβει την χροιά μιας διεθνοπολιτικής κανονικότητας, αφού δεν διαφαίνεται στο εγγύς μέλλον μια λύση κοινά αποδεκτή από πλευράς εξωσυστημικών παραγόντων που εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα στην συριακή κρίση. Αυτό επιβάλλει την θεσμική αντιμετώπιση των μαζικών προσφυγικών πιέσεων που δέχεται η Ευρώπη μέσω Ελλάδας»[5].
Επιπλέον η οικονομική δυσπραγία των τελευταίων ετών μείωσε τη διαπραγματευτική της ισχύ σε επίπεδο Ε.Ε., έπληξε βάναυσα το κύρος της και την καθίστα καθημερινώς στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος ως παράδειγμα προς αποφυγή για τη διαχείριση εθνικών οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών.
Εν προκειμένω, με γνώμονα τη θέση της στο διεθνές γίγνεσθαι και την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της οφείλει να δράσει η Ελλάδα αναφορικά με το φαινόμενο της παράνομης διακίνησης ανθρώπινων ψυχών. Αυτό δύναται να επιτευχθεί στις μέρες μας λαμβάνοντας πρωτίστως σοβαρά υπόψη την δημοσιονομική λιτότητα της χώρας μας, τα αυξανόμενα περιστατικά εντάσεων με τους προσφυγές - μετανάστες στα ελληνικά νησιά πλησίον των τουρκικών ακτών και τις πολιτικές αναταράξεις που αναφύονται ένεκα των συχνών αλλαγών του πολιτικού σκηνικού. Ειδικότερα το στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρα μας επιτυγχάνεται μέσω της πάγιας στρατηγική για αποκλιμάκωση των διπλωματικών εντάσεων, αποφυγή οποιασδήποτε στρατιωτικής σύγκρουσης με την Τουρκία, ανοικοδόμηση σχέσεων συνεργασίας και διαύλων επικοινωνίας με τις ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ και την καλλιέργεια ενός κλίματος άμεσης υλοποίησης των ευρωπαϊκών επιταγών. Η εγκαθίδρυση δομών συνεργασίας με τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και η ενδυνάμωση της συμμετοχής ευρωπαϊκών αστυνομικών δυνάμεων στην ενδοχώρα ήταν πρωταρχικής σημασίας, καθόσον το φαινόμενο της διακίνησης ατόμων απαιτούσε περιφερειακή συμμετοχή στην ανάληψη πρωτοβουλιών, αρμοδιοτήτων και ευθυνών.
Καταληκτικά, αντιλαμβανόμενοι την τουρκική προκλητικότητα και την προσπάθειά της για δημιουργία εντάσεων στο Αιγαίο και όχι μόνο, που μπορούν να επιφέρουν ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο προτείνεται η στρατηγική της Χώρας να κυμανθεί στην προάσπιση της εθνικής κυριαρχία της, στην ανάπτυξη εξωστρεφής δράσης με ταυτόχρονη ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης για την επιθετική στάση της Τουρκίας που τρίζει τα θεμέλια ειρήνης στη Μεσόγειο και τέλος στην αποφυγή οποιαδήποτε διαφοροποίησης από την ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, γεγονός που θα την οδηγούσε σε διεθνοπολτικό αδιέξοδο.
(*) Ο Ιωσήφ Παρούτογλου είναι απόφοιτος
Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και
απόφοιτος
του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση και
Διακυβέρνηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας
-------------------------------------------------------------------------
[1] Philip Martin, Susan Martin, Patrick Weil, Managing Migration – The Promise of Cooperation, Lexington Books, Oxford, 2006, σελ.84
[2] Philip Martin, Susan Martin, Patrick Weil, Managing Migration – The Promise of Cooperation, Lexington Books, Oxford, 2006, σελ.84
[3] Βλ. Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, Διεύθυνση Επικοινωνίας, Τμήμα Ιστορίας & Εκδόσεων, Αστυνομική Ανασκόπηση, Τεύχος 296, Αθήνα, Μάιος - Ιούνιος 2016, σελ. 29-30, όπου παρατίθεται συνέντευξη Αντιστράτηγου ΕΛ.Α.Σ. αναλύοντας το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα. Ειδικότερα αναφέρει ¨υπάρχουν 2700000 περίπου καταγεγραμμένοι πρόσφυγες και μετανάστες στα Τουρκικά παράλια¨ και ¨μέχρι τον Οκτώβριο του 2015 η ΕΛ.ΑΣ. είχε διαχειριστεί περίπου 600000 -700000πρόσφυγες και μετανάστες¨.
[4] Βοσκόπουλος Γ., Οι πολιτικές της προσφυγικής κρίσης, Η ΕΕ, η Ελλάδα και ο τουρκικός παράγων, Foreign Affairs Hellenic Edition, 24 Μαρτίου 2016,ο.π.
[5] Βοσκόπουλος Γ., Foreign Affairs, ο.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
ΠΡΟΣΟΧΗ: ΑΝΑΡΤΩΝΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΕΠΩΝΥΜΑ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι απόψεις - τοποθετήσεις - σχόλια γίνονται με δική σας ευθύνη.